Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Εικόνα


Εχθές, στην παραλία, μια νέα γυναίκα ντυμένη με μαύρο φόρεμα μπροστά στο ξέπνοο κύμα

ξέχασε το λίκνισμα του κορμιού της πάνω της -κάθε της κίνηση στο φως του ήλιου 

ανταλλασσόταν με  χάρη ξεχωριστή, του μύθου και των αγαλμάτων αντανάκλαση!

Καθώς βάδιζε αργά πατώντας στην υγρή άμμο, το είχε ολότελα ξεχάσει,

το λίκνισμα εκείνο  που από φυσικού φορούσε σε διαδρόμους και σε δωμάτια σπιτιών, 

σε δρόμους και σε πλατείες, σε γραφεία και σαλόνια της ζωής της. 

Κι αγκαλιά με το παιδάκι της στο υγρό πάνω της μαύρο φόρεμα,  το έφερε κι αυτό στην αμμουδιά  

Λες και ήθελε να αναμετρηθεί με τις νεράιδες της θάλασσας… 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

 


Μια σύγχρονη ηθογραφική νουβέλα

 

Η πρόσφατα δημοσιευμένη αστυνομικής πλοκής νουβέλα της Ελένης Γκόρα, Το βλέμμα του λύγκα,  από τις εκδόσεις 24 γράμματα (2022), αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια της νέας συγγραφέως στη σύγχρονη πεζογραφία μας αλλά και μια αξιανάγνωστη ιστορία για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Και τούτο, όχι μόνο για τη στέρεα σκηνοθετημένη ιστορία, αλλά προπάντων για την ηθογραφία των προσώπων της ιστορίας της. Έτσι είναι γραμμένο αφηγηματικά στο μεγάλο και κεντρικό μέρος του το βιβλίο της, με τη σύνθεση της ιστορίας να ακολουθεί διαδοχικά την έκθεση των χαρακτήρων, πρωταγωνιστών και δευτερευόντων προσώπων.

Η από ειδολογική άποψη υβριδική μορφή του πεζογραφήματος στοχεύει πολύ περισσότερο στην ανάδειξη των ηθών της σύγχρονης κοινωνίας της ελληνικής περιφέρειας, Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας, των σχέσεων των ανθρώπων, της δράσης και των σκέψεών τους και πολύ λιγότερο να εξιχνιάσει την εγκληματική πράξη. Αυτό δείχνει και η δομή της νουβέλας: την πρόθεση της συγγραφέως στη διήγησή της να βυθομετρήσει τους κοινωνικούς λόγους και τα ψυχολογικά αίτια που οδήγησαν στη δολοφονία του πρωταγωνιστή ήρωα. Η αρχή και το τέλος της διήγησης της ιστορίας αναφέρονται σε διαπραγμένο έγκλημα, ενώ ενδιαμέσως η τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιάζεται με λεπτομέρειες στα κεντρικά πρόσωπα και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Έτσι η αφηγηματική φαντασία προσδίδει εξέχοντα ρόλο σε έναν διεισδυτικό και στοχαστικό αφηγητή, χωρίς βέβαια να παραλείπεται τίποτε το ουσιαστικό που υπαρξιακά και οντολογικά συγκροτεί τα πρόσωπα της ιστορίας.

Η συγγραφέας με εκφραστική απλότητα και διεισδυτική ματιά ανιχνεύει αλλά και αναδεικνύει τον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών της ιστορίας, τη Βολιώτισσα Ουρανία και τον Λαρισαίο Αντώνη, που καταλήγουν σε γάμο, έχοντας ο καθένας τους δικούς του λόγους και τις δικές του επιδιώξεις που δεν καθομολογούνται αλλά μεθοδεύονται υπογείως. Η Ουρανία θέλει οπωσδήποτε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, ακολουθώντας με πάθος την παράδοση που θέλει τη γυναίκα στον κυρίαρχο και αποκλειστικό ρόλο της μητέρας, παρουσιάζεται αθώα, ελκυστική, ερωτική, αρπακτική (γυναίκα λύγκας), ενώ ο Αντώνης, πονηρός, υπολογιστικός, αδίστακτος, πολυγαμικός, να παρέχει αφειδώς χρήματα, ασφάλεια, τα πάντα στην οικογένεια εκτός από το πιο ουσιαστικό και αναγκαίο: την αγάπη που επιζητεί με πάθος η Ουρανία. Ο συναισθηματικός κόσμος τους και το αξιακό του υπόστρωμα, οι καθημερινές τους επιλογές, ακολουθούν παράλληλες πορείες που παραμένουν περίτεχνα μυστικές και ερμητικά κλειστές. Συντηρούνται από τον περίγυρο των συγγενικών και φιλικών τους προσώπων έως την ολοκληρωτική αποξένωσή τους και την αλλοτρίωση της συζυγικής τους σχέσης. Ο αναγνώστης καλύπτοντας κενά της αφήγησης κατανοεί πολύ καλά την κατάληξη της ιστορίας (εντέλει ο Αντώνης δολοφονείται έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, στη μεθόριο Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, την ημέρα των γενεθλίων της εγγονής του Ροζαλίας, ενώ η Ουρανία δηλώνει «Είμαι μια χαρά», όταν την ενημερώνουν για το τραγικό συμβάν).

Θεωρώ ότι ο αναγνώστης θα ανακαλύψει το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της νουβέλας στον επιτυχή συνδυασμό κοινωνικής ηθογραφίας, κοινωνικής κριτικής και αφήγησης. Πολύ εύστοχα τα κοινωνικά ήθη ανασύρονται και γενεαλογούνται σε βαθιά στερεωμένα στερεότυπα, για τον άντρα, τη γυναίκα, την οικογένεια και τα παιδιά. «Είχε τελειώσει (ενν. η Ουρανία) το Λύκειο και αμέσως έψαξε για δουλειά. “Να καλοπαντρευτείς, να κάνεις παιδιά”, τη συμβούλευε η μάνα της»Οι περιγραφές της εξωτερικής εμφάνισης των προσώπων, γίνονται με εμμονή στη λεπτομέρεια, στοιχείο της σύγχρονης εποχής των εικόνων, της επικρατούσας σε κάθε τι μόδας, αποκαλύπτοντας έτσι στον αναγνώστη τα λανθάνοντα κοινωνικά ήθη, τη σκέψη και τη δράση των προσώπων. Ακόμη και η ιδιωματική γλώσσα επιστρατεύεται για να αποδώσει τα ήθη και τις αξίες της σύγχρονης ελληνικής περιφέρειας: «Αντών’,  Βαγγελίτσα, Νικουλάκη, βάλτι του καλά στου μυαλό σας. Ο παράς κάν’ τς’ ανθρώπς”, έλεγε και ξανάλεγε ο κυρ-Γιάννης στα παιδιά του και στη θυγατέρα του.». Η κριτική γίνεται με υπαινιγμούς και ειρωνεία: «Ο πατέρας του (ενν. του Αντώνη), ο κυρ-Γιάννης, ήταν άνθρωπος δουλεμένος, με τα μούσκλια να διαγράφονται. Όποιος τον έβλεπε, έλεγε: "Θεριό!". Όλοι οι συγχωριανοί πρόσεχαν να τα έχουν καλά μαζί του. Από αυτόν έτρωγαν ψωμί πολλές οικογένειες στον κάμπο. "Χέρι που σε ταΐζει, δεν το δαγκώνεις!" Κι έτσι ο κυρ-Γιάννης έχαιρε σεβασμού κι εκτίμησης. Κοινοτάρχης είχε εκλεγεί, λαός, συμβούλιο, αυτόν θα εξέλεγαν! Ποιον άλλον;"  ».

Η ρεαλιστική γραφή της Γκόρα αποσκοπεί στην αποκάλυψη των διαβρωμένων ηθών και αξιών της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, στην υποβολή  του υπάρχοντος γενικευμένου αμοραλισμού στα σύγχρονα ήθη: την αλλοτρίωση, τη διαφθορά, την υποκρισία, τη συμβατικότητα, που καλυμμένα ωστόσο πολύ καθοριστικά ρυθμίζουν θεσμούς, όπως η σύγχρονη οικογένεια, αλλά και προσωπικές συμπεριφορές και συναισθήματα, όπως ο έρωτας, η συντροφικότητα, η φιλία. Η δράση των προσώπων και κυρίως των πρωταγωνιστών σε όλα τα κρίσιμα αυτά ζητήματα που καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις δε γίνονται ανοιχτά, όπως συμβαίνει λόγου χάριν στην αφήγηση του μυθιστορήματος Η πλωτή πόλη της Μάρως Δούκα (Κέδρος 1983, Πατάκης 2007) που ξετυλίγεται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες Αθήνα και Παρίσι, αλλά καλυμμένα και εσκεμμένα, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, στις πόλεις  και την ύπαιθρο της ελληνικής περιφέρειας. Η συνακόλουθη βία που ασκείται στα πρόσωπα της ιστορίας Το βλέμμα του λύγκα είναι κυρίως ετεροκαθοριζόμενη, κατευθύνεται από την κοινωνία στο άτομο, και στερείται το στοιχείο της ελεύθερης προσωπικής επιλογής. Αυτό που καθορίζει την πλοκή της ιστορίας, δηλαδή τις πράξεις και τις σκέψεις των ηρώων, είναι ένα είδος κοινωνικού ντετερμινισμού που ισχύει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα στον τόπο μας και για τον λόγο αυτόν η ιστορία καταλήγει στο έγκλημα και τη δολοφονία του πρωταγωνιστή.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ