Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

 «Στη Νιγρίτα!...»


Ξύπνησε με πόνο στα μάτια. Με μια κίνηση έφερε το αριστερό χέρι μπροστά να δει το ρολόι του. Έδειχνε… πέντε παρά κάτι! «Τώρα είναι αργά», σκέφτηκε και έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση. Δε μπορούσε να το πιστέψει. Και τους είχανε πει να έρθουν «για τα αποτελέσματα» ώς τις τρεις το αργότερο: «Αν δε μπορέσετε για οποιονδήποτε λόγο να έρθετε, το συνεργείο μας αύριο θα είναι στη Νιγρίτα». Απ’  τον ύπνο, τώρα που το θυμήθηκε τρόμαξε στην ιδέα. Βρεθήκατε ποτέ κάτω από δέντρο να ξεκουράζεστε και ξαφνικά το δέντρο να τσακίζεται με πάταγο καταπάνω σας...

«-Αύριο; Και ώς αύριο;» αναρωτήθηκε μόλις συνειδητοποίησε πού βρισκόταν και πού έπρεπε να πάει. Και άθελά του έριξε ευθύνη στην κυρία Ντίνα, οικοδέσποινα του σπιτιού απέναντι από την καμαρούλα όπου έμενε τόσα χρόνια και τώρα που ξύπνησε βρισκόταν σπίτι της, κουρασμένος από ξενύχτι διάβασμα, ταξίδι και στη στρατολογία για επιλογή, απ’ τα χαράματα σήμερα. Γιατί εκείνη δεν τον είχε ξυπνήσει έγκαιρα να πάει να πάρει το χαρτί της επιλογής του, αν και της το είχε ζητήσει. Μόλις είχε περάσει περιοδεύων τώρα στα δεκαοκτώ, για να καταταγεί στο στρατό. Ναι, όλα αυτά όμως σήμερα το πρωί ταξιδεύοντας από Θεσσαλονίκη για ’δώ. Και τώρα;  

Όλα εδώ γνωστά και ακίνητα και το σπίτι απέναντι κλειστό. Πότε κιόλας! Πριν ένα μήνα ήταν εκεί. Όλα τα χρόνια του Γυμνασίου έμενε στο κάτω καμαράκι με την οριζόντια σιδεριά στο μοναδικό παράθυρο -αυτό το έκανε να ξεχωρίζει από κάγκελα φυλακής, ότι τα σίδερα ήταν μπηγμένα οριζόντια και όχι κάθετα στην ξύλινη κάσα του· και το ότι, όταν έκλεινε τις πόρτες ο σπιτονοικοκύρης του, εκείνος χωρούσε να μπει από το παράθυρο, γιατί ήταν λεπτός και γάτος. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένει ώς αύριο; Μήπως να πήγαινε από ’δώ στο χωριό! Να πήγαινε σήμερα και αύριο πρωί να γύριζε πίσω με τα πόδια; Είκοσι πέντε χιλιόμετρα πήγαινε-έλα. Ούτε λόγος! Διάολε, θα είχε τελειώσει τώρα και θα ταξίδευε με το λεωφορείο πίσω Θεσσαλονίκη. Και είχε να πάει στο σπίτι της θείας να μείνει στην Ηλιούπολη, για να ετοιμαστεί για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, να βρει επιτέλους φροντιστήριο να εγγραφεί γιατί αλλιώς δε γίνεται, να βρει λεφτά να πληρώσει βιβλία και δίδακτρα, να μάθει για τα αστικά λεωφορεία και τα ωράρια για να πηγαινοέρχεται κάτω στο κέντρο, να… να... . 

Όλα γνωστά και ακίνητα εδώ· «εδώ» ψιθύρισε κι έριξε σχεδόν νευρικά δίπλα του το σεντόνι που σκεπαζόταν μέσα στην εκκωφαντική σιωπή κάνοντας να σηκωθεί να ντυθεί. Σε ξένο σπίτι… Τί να της πει τώρα; Δε φτάνει που τον δέχτηκε η γυναίκα σπίτι της, αφού τη σπιτονοικοκυρά του την Τιτίκα, μετά τον θάνατο του ανδρός της, την πήρε η μικρή της κόρη στις Σέρρες και το σπίτι απέναντι με το καμαράκι όπου έμενε έκλεισε πόρτες και παράθυρα, θα της γύρευε τώρα και τα ρέστα; Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να της πει «χίλια ευχαριστώ» που τον δέχτηκε σπίτι της. Όμως αυτός ο κώδικας επικοινωνίας συναισθημάτων ήταν χαραγμένος τόσο βαθιά μέσα του που δεν έβγαινε εύκολα με λέξεις προς τα έξω. Ευκολότερα θα του ήταν με κίνηση της κεφαλής και την έκφραση του προσώπου. Κι αν με λέξεις…, τότε με ποιες και πόσες; Ο άντρας της με αναπηρία στο πόδι, ωρολογάς στο επάγγελμα, ήταν ακόμα στο μαγαζί. Τα δυο της κοριτσάκια πίσω από την κλειστή πόρτα ακούγονταν να μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα. Τίποτε απ’ όλα αυτά που σκεφτόταν τώρα δεν είπε ούτε ρώτησε τίποτα, όταν ήρθε στο σπίτι της και της μίλησε να μείνει για λίγη ώρα να ξεκουραστεί. Ούτε για την Ανθούλα, τη συμμαθήτριά του που τα τελευταία χρόνια έμενε σπίτι τους. Αμήχανος και άυπνος ήταν. Τους ήξερε βέβαια, τους έβλεπε και τον έβλεπαν τόσα χρόνια γείτονες...

Πίστευε στην ανθρώπινη αλληλεγγύη περισσότερο απ’ ό,τι στο θεό. Άλλο αυτό που διαβάζεις στα βιβλία κι άλλο αυτό που βιώνεις στη ζωή καθημερινά. Αυτό τουλάχιστον το ήξερε, αλλά σε ποιο βαθμό, πόσο καλά; Στο χωριό κι εδώ στην κωμόπολη οι άνθρωποι είναι βέβαια διαφορετικοί σ’ αυτά. Η καλοσύνη τους πάντως εκδηλώνεται σε συγγενείς, φίλους, γείτονες, περισσότερο με πράξεις αλληλεγγύης και λιγότερο με λόγια κατανόησης ή αγάπης παραφουσκωμένα και περιττά. Πίσω από τις πράξεις, τι κρύβουν, τι φανερώνουν, και τι εννοούν, δεν του ήταν και τόσο εύκολο να δει και άμεσα να διαβάσει σκέψεις και κίνητρα άγνωστων, ακόμη και γνωστών, ανθρώπων -και σε ποιον είναι; Η γυναίκα αυτή, η κυρία Ντίνα, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι τον καταλάβαινε: αφού δεν είχε πού αλλού να πάει…

«Μεγάλωσαν τα μαλλιά σου», του είπε η κυρία Ντίνα, συνηθισμένη να τον βλέπει κεκαρμένο, όταν τον πρωτοείδε να μπαίνει στην αυλόπορτα, «ωραία είναι έτσι»· «σαν του Δάκη», θυμήθηκε πάλι εκείνος να λέει γι’ αυτόν μια νεοφερμένη καθηγήτρια σε μια συνάδελφό της, μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουνίου πριν μπουν στην τάξη για να γράψουν εξετάσεις, μόλις τού είχαν γεμίσει πλούσια τα μαλλιά το εφηβικό κεφάλι του. Το μικρό κορίτσι της, «μεγάλη η μύτη σου» του είπε, με φανερή απαρέσκεια. Κανείς τους όμως δεν του είπε τίποτα για τον Πινόκιο. Στ’ αλήθεια δεν ήξεραν; Πάντως όλοι ήξεραν προσευχές και τραγούδια του Κατηχητικού: «Μόλις πρωί ξυπνήσω, Εσένα θα υμνήσω…». Εκείνος πήγε αμέσως να ξαπλώσει, γιατί δεν άντεχε άλλο στην αυπνία και την ένταση των τελευταίων ημερών. Σε λίγο θα ξυπνούσε, θα έλεγε «ευχαριστώ πολύ», κι ευγενικά θα έφευγε για τη μεγάλη πόλη. Όμως στην ξαφνική επίγνωση της νέας κατάστασης που βίωνε τώρα, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ιούλιος μήνας. Ούτε δεκαοχτώ δεν ήταν ακόμα.

Σηκώθηκε και πήρε από το κάθισμα πουκάμισο και παντελόνι για να ντυθεί. Ούτε μήνας δεν πέρασε από τότε που πήρε το Απολυτήριο. Μεγάλοι βαθμοί στα μαθήματα, μικρός γενικός βαθμός. Τυχαίο; Αλλά αυτό το ανακάλυψε αργότερα. Στο χωριό μέρες πριν βρήκε και μια γραβατούλα -μάλλον η αδελφή του του την έφερε- και την έβαλε για την απαραίτητη φωτογραφία. «Έτσι σε θέλω» τού είπε τη μέρα εκείνη ο πατέρας του, ξωμάχος που πέρασε πολέμους κι εμφύλιους, μόλις τον είδε να περνάει τη συρματένια αυλόπορτα του σπιτιού τους. Και αυτό ήταν μια αποτίμηση χρόνων για την παρουσία του μικρότερου γιου του που μόλις αποφοίτησε, ενώ εκείνος μόνον το είχε προσπαθήσει το Γυμνάσιο, τρεις πρώτες τάξεις επιτυχώς, σε πολύ δύσκολα χρόνια, αλλά δεν κατόρθωσε να το τελειώσει. Σήμερα το πρωί είχε έρθει σχεδόν άυπνος από Θεσσαλονίκη στην κωμόπολη όπου και το Γυμνάσιο της επαρχιακής πρωτεύουσας απ’ όπου αποφοίτησε, για να περάσει περιοδεύων.

Μόλις αντίκρισε το προαύλιο, αν και του ήταν γνώριμη η εικόνα, του φάνηκε διαφορετική. Δεν ήταν πλέον μαθητής. Ακαδημαϊκός πολίτης ήταν! Έτσι είχε ακούσει να λένε τότε για τους αποφοιτούντες, αλλά δεν ήταν σίγουρος πού ακριβώς το άκουσε. Και του άρεσε αυτό, όχι τόσο για το «ακαδημαϊκός», που στο κάτω-κάτω είχε και μια ακαθόριστη σημασία και ήταν παλιό, δε λεγόταν στα δικά του γυμνασιακά χρόνια, όσο για το «πολίτης» βέβαια. Στο Γυμνάσιο μέσα κι έξω, άφαντοι οι καθηγητές στις θερινές διακοπές τους. Ούτε προσευχή ούτε ανακοινώσεις, απαγορεύσεις, κουρέματα, επιπλήξεις κι αποβολές. Μια άλλη από τη συνηθισμένη εικόνα, την οποία, αν και πολύ θα το ήθελε, δεν κατόρθωσε ακόμα να τη φυγαδεύσει απ’ το μυαλό του, να δραπετεύσει κι ο ίδιος. Όμως και σήμερα η εικόνα άλλο τόσο μονότονη ήταν και καταπιεστική συνάμα. Ένα REO στη χαλικόστρωτη αυλή, ένα άλλο κάτω στον στίβο, ένα JEEP έξω στον δρόμο ακριβώς δίπλα στην είσοδο του Γυμνασίου, μερικοί φαντάροι και κάνα δυο αξιωματικοί στο χακί· κράνη, καπέλα, πηλήκια, έδιναν άλλη αίσθηση στη θέα των γνωστών χώρων. Αυτοί και κάποιοι περιοδεύοντες νέοι περίμεναν να περάσουν μέσα, να γίνει η επιλογή από το συνεργείο.  Κάτω στα ΤΕΑ και στο Διοικητήριο, τού ήτανε γνώριμη μια τέτοια εικόνα. Όχι όμως και στο Γυμνάσιο. Αυτοί εδώ ήτανε στρατιώτες, δεν ήτανε πολίτες. Πάντως, γι’ αυτόν, η ατμόσφαιρα γενικά δεν ήταν άλλο από αναμονή, εξετάσεις και ανεξιχνίαστο φόβο για τα ήδη γνωστά, στα οποία τώρα προστέθηκαν και άλλα άγνωστα.

Πριν περάσει μέσα στο προαύλιο, κοίταξε μια ριπή τα γκρι κάγκελα του Γυμνασίου. Μεγάλα και αρκετά ψηλά. Έφερναν τώρα το βλέμμα του μέσα και κάτω στον στίβο και πέρα στο γήπεδο του μπάσκετ και πίσω απ’ αυτό το μισοσκελετωμένο Ναΐδιον, έργο διεστραμμένου νοός, ενώ απ’ έξω τα κάγκελα έφερναν κατά μήκος του μεγάλου χωμάτινου δρόμου ώς το Δημόσιο Κτηνιατρείο· του ήρθε σχεδόν ανεξέλεγκτα μια πλημμυρίδα σαν ανάμνηση, όπως κάθε φορά που ήταν μακριά από το χωριό: είδε μια νοερή εικόνα το νέο κανελί τους άλογο δεμένο εδώ στο βάθος, μόλις πριν τρεις εβδομάδες, και θυμήθηκε πάλι που το έτρεχε από το χωριό έως εδώ έξω, μια μέρα των απολυτήριων εξετάσεων –τί απόλαυση αυτή η ιππασία, ο ζεστός αέρας να χτυπάει στο πρόσωπο, να σηκώνει τα μαλλιά και το πουκάμισο, τί αιθέρινη αίσθηση ελευθερίας... «Τ’ άλογο, τ’ άλογο, μια φαντασία - Τ’ άλογο, τ’ άλογο, η φωτογραφία!...», του ήρθε ηλεκτρομαγνητικά λες μια αναμνηστική ομοιοκαταληξία να ανεβαίνει στα χείλη του βαθιά μέσα απ’ τα πνευμόνια. Κι ακόμη, του ήρθε πάραυτα σαν σε όνειρο μια εικόνα όλο το χωριό, άνθρωποι, ζώα, δέντρα, που εξ ανάγκης του είχαν γίνει κιόλας ζωντανό παρελθόν· κι ηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά του τα παρατεταμένα βελάσματα των μανάδων προβάτων μέσα στα μαντριά και των αρνιών στα φορτηγά· να τα σηκώνουν «ζωντανοζήειν» οι έμποροι για το φετινό Πάσχα που έπεσε αργά τον Μάιο. Αυτοί να αποφύγουν το μαντρί-σφαγείο, οι κτηνοτρόφοι και οι περαστικοί να μη βλέπουν την κοπριά βαμμένη με το αθώο αίμα.

Όταν μπήκαν μέσα να εξεταστούν, πάλι μια άλλη από τη συνηθισμένη του εικόνα. Στους διαδρόμους και στην τάξη όπου πριν δύο μήνες άκουγε τα μαθήματα και έγραφε απολυτήριες εξετάσεις, κυκλοφορούσαν τώρα τρεις τέσσερις στρατιώτες κρατώντας στα χέρια έντυπα και άλλοι τόσοι αξιωματικοί χωρίς πιστόλια και κράνη. Σε λίγο σταματά κάθε κίνηση και ήχος. Δίνονται τα έντυπα με διάφορες εύκολες ερωτήσεις, γιατί απευθύνονται σε απόφοιτους μεν, σε πολλούς άλλους στρατεύσιμους νέους δε. Αυτοί γράφουν και οι στρατιώτες επιτηρούν. Ένας στρατιώτης-επιτηρητής δήθεν αγαναχτεί και αορίστως συμβουλεύει διαγωνιζόμενους περιοδεύοντες: «Τόσο δύσκολο είναι, ρε, συνώνυμη της λέξης «αχλ-άδι» να τελειώνει σε -ίδι; Γράφε, ρε, …«αρχ-ίδι!». Γυρνάει ο ένας στρατιώτης στον άλλον και πνίγουν και οι δυο το γέλιο τους στην ξαφνική από τον διάδρομο επέλαση ενός αξιωματικού. Η σιωπή εξαπλώνεται και πάλι. Οι περιοδεύοντες αγωνιούν και γράφουν. Καθένας που τελειώνει περνάει και συνέντευξη για την επιλογή-κατάταξή του στα Σώματα του Ελληνικού Στρατού. Έρχεται κι η σειρά του. Στο Πεζικό. Τελειώνει από ’κεί και τραβάει ίσα για το σπίτι. Όλα αυτά ώς το μεσημέρι. Και τώρα είναι πέντε το απόγευμα…

«Αύριο. Στη Νιγρίτα…», μουρμούρισε μόνος του στο δωμάτιο. Ντύθηκε, σηκώθηκε να πλύνει το πρόσωπό του και να δει αν θα μείνει ή αν θα φύγει. Όταν τον ξαναείδε στον διάδρομο, η κυρία Ντίνα δαγκωμένη τού είπε παρηγορητικά: «Είχε περάσει η ώρα, όταν γύρισα με τα παιδιά από το σχολείο. Ύστερα δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Τί θα κάνεις τώρα;» «-Πρέπει να πάω αύριο στη Νιγρίτα», είπε ανήσυχα εκείνος.

Πίστευε στην καλοσύνη των ανθρώπων. Γνωστών και άγνωστων· από τη στάση του σώματος, τις κινήσεις, τα λεγόμενα, πολλές φορές κατανοούσε εύστοχα και τις προθέσεις τους. Αυτή η στάση του όμως, ενώ από τη μια τού έδινε κάποια αυτοπεποίθηση, από την άλλη τού χάριζε απλόχερα την αμφιβολία, ακόμα και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε πρόσωπα και πράγματα. Όμως η κυρία Ντίνα τον καταλάβαινε και δεν του είπε τίποτε άλλο. Μόνο την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησε πάλι στο ίδιο δωμάτιο, του είπε «στο καλό» να προλάβει το πρώτο λεωφορείο για τις Σέρρες. Την κοίταξε κατά πρόσωπο χωρίς ντροπή, με την ευγνωμοσύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, την ευχαρίστησε κι έφυγε για τον στενόχωρο σταθμό του ΚΤΕΛ με ανάμεικτα συναισθήματα, αφήνοντας μια αόριστη απουσία που τον ακολουθούσε σαν φάντασμα πίσω του. Τώρα είχε να θυμάται και αυτή την καλή γυναίκα και το σπίτι της, γιατί του στάθηκε...

Στον δρόμο για τις Σέρρες, μετά την ανεμόσκαλα των στροφών, τη ναυτία τυχόν εγκύων γυναικών και τη ζάλη ζώντων τε και τεθνεώτων επιβατών, το λεωφορείο μουγκρίζοντας κατέβηκε και έπιασε την ευθεία του κάμπου. Πάνω από το κεφάλι του οδηγού δεξιά, το «πουλί» καθισμένο πάνω στη φλόγα του δεν καιγόταν, όπως στα σπιρτόκουτα, πυρεία ελληνικού μονοπωλίου, με τον στρατιώτη στη μέση· είχε εκτοπίσει ακόμη και τη φωτογραφία του Καραμανλή σχεδόν στα περισσότερα λεωφορεία του ΚΤΕΛ, καιρό τώρα. Τώρα είμαστε στο «Ναι», ξαναθυμήθηκε. Όχι στο «Όχι», στο «Ναι». Καιρό τώρα που έγινε κι αυτό. Κατέβηκε από το λεωφορείο και χωρίς να μπει στον σταθμό αμέσως έψαξε για το Πρακτορείο της Νιγρίτας. Από ’κεί, κάπου στην άλλη άκρη της πόλης, θα έπαιρνε το λεωφορείο για να πάει στη Νιγρίτα. Τώρα στην πρωτεύουσα του νομού έτρεχε από επαρχία σε επαρχία και από σταθμό σε σταθμό για το χαρτί! Για ένα χαρτί που τέλος πάντων αυτός είχε κάνει ό, τι όφειλε να κάνει για να του το δώσουν. Αντί όμως να το πάρει από το Στρατολογικό Γραφείο ή να του το στείλουν ταχυδρομικά, θα έπρεπε να τρέχει από πρακτορείο σε πρακτορείο λεωφορείων; Ασήμαντες λεπτομέρειες, θα μου πεις. Τί νόημα είχε να κατέχει αυτός μια τέτοια βεβαίωση; Και είχε να πάει πίσω Θεσσαλονίκη, να βρει το σπίτι της θείας που δεν καλοήξερε που ακριβώς ήταν, να… να…

Αφού έφτασε εκεί και περίμενε μισή ώρα στον σταθμό, ανέβηκε και κάθισε στη θέση του στο λεωφορείο για τη Νιγρίτα με το εισιτήριο στο χέρι. Δεν είχε πάει ποτέ στην πόλη με τα καπνομάγαζα και δε γνώριζε πού θα εύρισκε το στρατιωτικό συνεργείο. Είχε υπόψη του βέβαια: όλος ο κόσμος ταξιδεύει με λεωφορείο, περιμένει ουρά σε σταθμούς και στάσεις. Θα ρωτούσε και θα το εύρισκε, ρωτώντας πας στην Πόλη. Η καλοσύνη όμως και η εμπιστοσύνη άρχισαν να μην του φαίνονται αρκετές. Έπρεπε να κινείται και να κάνει γρήγορα. Ωστόσο, όταν μετά από μία ώρα το λεωφορείο σταμάτησε στο πρακτορείο, κατέβηκε αμέσως και αφού διέσχισε ένα πλήθος από ταξιδιώτες, οδηγούς, εισπράκτορες, βοηθούς εφημεριδοπώλες, λαχειοπώλες, λαθρέμπορες, λαθρεπιβάτες, και  ακατονόμαστους βέβαια για την ασφάλεια των Ελλήνων, άρχισε να ρωτάει για το στρατιωτικό συνεργείο επιλογής. Ο ήλιος είχε φτάσει ψηλά και η ζέστη της ημέρας προβλεπόταν υψηλή στον καταγάλανο ουρανό της πάλαι ποτέ πολιτείας χιλιάδων καπνεργατών. Όταν θα έπαιρνε το χαρτί, πάλι πίσω στον σταθμό για Θεσσαλονίκη. Δε θ’ αργούσε. Δεν έπρεπε ν’ αργήσει. Και είχε να πάει στην Ηλιούπολη, να βρει το σπίτι… να…

Στο σχολικό συγκρότημα όπου έφτασε τελικά και μπήκε από την κεντρική πύλη αντίκρισε ένα τεράστιο προαύλιο. Άδειο καθώς ήταν τού φαινόταν μεγαλύτερο. Η ζέστη και το φως του ήλιου χτυπούσε στο ασβεστωμένο κτήριο αντηλιά. Ερχόταν με δύναμη στα θαμπωμένα μάτια του. Δεξιά στο βάθος είδε το REO. Αριστερά μια καταπράσινη ιτιά κλαίουσα πρόσφερε τη δροσιά της. Το βλέμμα του φωτογράφιζε την είσοδο του κτηρίου για να κατευθυνθεί στο εσωτερικό του να ρωτήσει για την τύχη της βεβαίωσης. Δε βάδισε λίγα βήματα προς την κατεύθυνση της εισόδου και διέκρινε έναν μεσόκοπο άνδρα δίχως πηλήκιο κάτω από την ιτιά να του κάνει επίμονα νόημα για να τον συναντήσει. Καθισμένος, είχε αφήσει την εφημερίδα που διάβαζε στο τραπέζι και με μια απότομη κίνηση του χεριού έδειχνε στον «εισβολέα» νεαρό την αμετάκλητη οδηγία, την απαράβατη εντολή του: να πάει εκεί αμέσως!

Εκείνος σταμάτησε καταμεσής στο προαύλιο ξαφνιασμένος. Με βαθιά αναπνοή και παλμούς της καρδιάς να έχουν αλλάξει ρυθμό και χτύπο, κατευθύνθηκε προς τον καθισμένο άνδρα, για να λύσει την απορία του. Αν και δε γνώριζε καλά, όταν πλησίασε κοντά, κατάλαβε ότι ήταν ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Και όχι κανείς επιστάτης του σχολείου -που θα μπορούσε και να ’ναι. Μάλλον ταγματάρχης ήταν.

-Τί θες εδώ νεαρέ;

-Ήρθα να πάρω τη βεβαίωση. Πέρασα χθες περιοδεύων, αλλά δεν την πήρα... και μας είχατε πει…

-Και γιατί δεν ήρθες να την πάρεις;

-Δε μπόρεσα. Είχε φύγει το συνεργείο σας, όταν… .

-Θα την πάρεις τώρα. Τί θα κάνεις μετά; ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία.

-Θα ταξιδέψω για Θεσσαλονίκη.

-Α, κι εγώ για Θεσσαλονίκη πάω. Θα πάμε λοιπόν παρέα, του είπε σε ήπιο τόνο. Και πρόσθεσε πάραυτα: «Πρώτα όμως θα πας στον σταθμό λεωφορείων να ρωτήσεις πόσο κάνει το εισιτήριο Νιγρίτα-Θεσσαλονίκη και μετά θα έρθεις εδώ να πάρεις τη βεβαίωση και να φύγουμε. Εντάξει;». «-Εντάξει», είπε μόνο, σχεδόν το ψιθύρισε. Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Θέμα επιλογών και ελευθερίας... Θα μπορούσε, ας πούμε, να είχε σκεφτεί: «Εκ πρώτης όψεως καλό ακούγεται αυτό, αλλά…». Αλλά ούτε αυτό είπε ούτε κάτι άλλο έκανε. Άλλωστε πίστευε και στην καλοσύνη των ανθρώπων... Έκανε λοιπόν μεταβολή και βγήκε ξανά στον δρόμο.

Περπατώντας άρχισε να αναρωτιέται, να αμφιβάλλει και να αυτολογοκρίνεται για την ευπιστία του. Η ευπείθεια συμβαδίζει πάντοτε με την αξιοπρέπεια; Όχι βέβαια! Ναι, ναι, τώρα είχε κατανοήσει πλήρως την οδηγία και τη σειρά των διατεταγμένων πράξεων του εντολέα. Και μέχρι να βρει πάλι τον σταθμό που είχε αφήσει πριν λίγη ώρα στην εντελώς άγνωστη γι’ αυτόν μέχρι προ τινος κωμόπολη, οι σκέψεις χοροπηδούσαν συνεχώς στο κεφάλι του. «Μα γιατί να δεσμευτείς, χωρίς να προβάλεις κάποια αντίρρηση; Γιατί να μη βρεις, έστω, μια δικαιολογία;» Ερωτήσεις που μάλλον είχαν από τον ίδιο σιωπηλά απαντηθεί αλλά εκείνος τις έθετε εις εαυτόν πάλι και πάλι. Τί νόημα θα είχε αν του έλεγε… Πάει τώρα, έγινε αυτό που έγινε. Η δέσμευση όμως που εκών άκων ανέλαβε τού προκαλούσε άγχος και φόβο, εφόσον υπέκρυπτε και υπαινιγμό, αν όχι τον κρυφό εκβιασμό του ακίνητου εντολέα. Η καλοσύνη και η εμπιστοσύνη άρχισαν να μην του φαίνονται αρκετές. Εδώ ήταν ολοφάνερο: δεν του έδινε δικαίωμα επιλογής!... Του φαινόταν ότι από τη μια στιγμή στην άλλη μετατρεπόταν σε ευάλωτο θήραμα. Και ο ακίνητος εντολέας του, σαν αόρατος κυνηγός κεφαλών που όλο και τον σημάδευε… Από την άλλη, σκεφτόταν, έτσι κι αλλιώς θα τα έδινε τα χρήματα για το εισιτήριο του λεωφορείου. Τέλος πάντων των απάντων, τί είχε να χάσει; Έτσι είπε από μέσα του, για να προχωρήσει παραπέρα. Είναι όμως το ίδιο;

Όταν άνοιξε την πόρτα του πρακτορείου, τον χτύπησε η μπόχα απ’ τον καπνό των αναμμένων τσιγάρων, τους πιωμένους καφέδες με νερωμένο κατακάθι και τα σβησμένα αποτσίγαρα να επιπλέουν σπασμένα κατάρτια σε μικρά και μεγάλα σκάφη, φλυτζάνια, γυάλινα ποτήρια, γεμάτα σταχτοδοχεία πάνω στα διάσπαρτα στον χώρο τραπέζια, με καθισμένους και όρθιους επιβάτες μέσα στην επικράτεια του καπνού· όπως ακριβώς και μέσα στα δρομολογημένα λεωφορεία, o καπνός να κόβεται με το μαχαίρι! Σχεδόν όρμησε στο γκισέ να ρωτήσει για το αντίτιμο του εισιτηρίου Νιγρίτα-Θεσσαλονίκη. Και ρώτησε: «Πόσο…;» «-Σαράντα δραχμές. Πόσα να κόψω; Έχει τέσσερις θέσεις, όλες πίσω», του απάντησε με βραχνή φωνή σκυμμένος ο ταμίας, ενώ εκείνος ήδη τού είχε  γυρίσει την πλάτη κάνοντας διακριτικά βήματα προς την έξοδο.

Τον βρήκε στην ίδια θέση κάτω από την ιτιά. Όταν πλησίασε στο δέντρο, «ρώτησες;» του είπε· και εκείνος: «σαράντα δραχμές», του απάντησε νέτα. «-Πήγαινε τώρα μέσα να πάρεις τη βεβαίωση. Να πεις με στέλνει ο ταγματάρχης. Και να ’ρθεις γρήγορα να φύγουμε. Έχουμε δρόμο μπροστά μας», του παρήγγελνε με... καλοσύνη.

Όταν βγήκε έξω με τη βεβαίωση, ένα έντυπο χαρτί καν ούτε μισή σελίδα, τριανταριά λέξεις σημείωμα όπου το ονοματεπώνυμό του και δυο-τρεις άλλες ήταν χειρόγραφα γραμμένες, ο ταγματάρχης τον περίμενε με αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ένα μικρό μπορντό FIAT, ακριβώς στην κεντρική πύλη του 3ου Δημοτικού Σχολείου Νιγρίτης όπου είχε εγκατασταθεί το συνεργείο επιλογής. Άνοιξε την πίσω πόρτα ο περιοδεύων, κάθισε και ξεκίνησαν. Μόλις είχε απεκδυθεί την ιδιότητά του ως περιοδεύων και ενδύθηκε πλέον την ιδιότητα ζωντανού θηράματος στο κλουβί που μεταφέρεται ινκόγκνιτο από επιδέξιο κυνηγό.

Σταμάτησαν μέσα σε δύο λεπτά στην πλατεία. Και πριν βγει έξω από το μπορντό FIAT ο  οδηγός κυνηγός, από το διπλανό καφενείο δυο τρεις άνδρες άρχισαν να του φωνάζουν να πάρει από ’κεί το αυτοκίνητο, γιατί απαγορευόταν η στάθμευση. Ο ταγματάρχης κυνηγός οδηγός βγήκε και κατευθύνθηκε στο κεντρικό κρεοπωλείο. Στις φωνές των ορθοδόξως διαμαρτυρομένων απάντησε πολύ ανορθόδοξα: «Ε…, ας παρανομήσουμε και ’μείς μια φορά»! Και μπήκε στο μαγαζί. Στην πραγματικότητα πεντάρα δεν έδινε για τις διαμαρτυρίες και τα σχόλιά τους. Και εκείνοι, όταν κατάλαβαν ποιος και τι ήταν, αμέσως έγιναν οι σιωπηλοί άνθρωποι που πίνουν τον καφέ τους στην πλατεία. Γιατί, ντυμένος με ανοιχτό πράσινο πουκάμισο και με το πηλήκιό του τοποθετημένο στο πίσω παρμπρίζ του αυτοκινήτου, ακριβώς πάνω από το κάθισμα του έγκλειστου θηράματός του, δεν έδειχνε ούτε ήθελε να φαίνεται στρατιωτικός. Ήταν δεν ήταν πενηντάρης.

Εκείνος, καθηλωμένος στο πίσω κάθισμα, πρόσεξε το σήμα κατατεθέν πηλήκιο μόνον όταν σε λίγο ένας νεαρός έφερε από το κρεοπωλείο το κρέας μέσα σε μια τεράστια πλαστική μπλε σακούλα. Και ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου, με μια ασυνήθιστη ευγένεια τον ρωτούσε πού να την αφήσει, βλέποντας μια το πηλήκιο μια αυτόν και θεωρώντας τον προφανώς γιο του άγνωστου πελάτη τους, που δεν ήταν ούτε ντόπιος αλλά ούτε και ο καθένας... Εκείνος, παίρνοντας όλες αυτές τις πληροφορίες από το ανοιχτό πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου, άρχισε να αισθάνεται παγιδευμένο αγρίμι που ήθελαν να το εξημερώσουν. Και περίμενε ακίνητος. Ώσπου εμφανίστηκε ο οδηγός κυνηγός και έβαλε μπρος να φύγουν. Ανάσταση! Και είχε να πάει στην Ηλιούπολη…

Δεν αντάλλαξαν κουβέντα μέχρι το αυτοκίνητο ν’ αφήσει τον κάμπο για να ανηφορίσει στις υπώρειες του Βερτίσκου. Έκοψε ταχύτητα το μπορντό FIAT και άρχισε βογκώντας να ανεβαίνει μία-μία τις ανηφορικές στροφές. Δεν είχαν φτάσει ακόμα στον Σοχό, όταν του έκανε μια δεύτερη ερώτηση, συνέχεια της πρώτης: «Γιατί πας Θεσσαλονίκη;» «-Θα δώσω εξετάσεις. Στην Ιατρική.» «-Και ο γιος μου στην Ιατρική θα δώσει», είπε αμέσως σαν ο πατέρας με ενδιαφέρον αλλά και χωρίς να διακόπτει την αυξημένη προσοχή του στον ανηφορικό δύσκολο δρόμο. Μόλις πέρασαν τον Σοχό, διακόπηκε πάλι η εκνευριστική σιωπή και ο θόρυβος του αυτοκινήτου. Και ενώ εκείνος σκεφτόταν, πότε επιτέλους θα φτάσουν, πού ο οδηγός κυνηγός κεφαλών θα τον αφήσει όταν φτάσουν στην πόλη, πώς από ’κεί θα πάει να βρει το σπίτι της θείας όπου τον έστειλαν να μείνει πριν από δέκα ημέρες για να δώσει εξετάσεις, αν θα του έπαιρνε το αντίτιμο του εισιτηρίου -αφελώς έκανε και τη σκέψη ότι τελικά μπορεί να μην του το ζητήσει- ο πατέρας και οδηγός και κυνηγός κεφαλών τον διέκοπτε πάλι ρωτώντας τον: «Πήγαινες φροντιστήριο;» «-Όχι, τώρα θα πάω, Ιούλιο και Αύγουστο». Και ξανά μετά από μερικές στιγμές σιωπής, ο πατέρας οδηγός και κυνηγός κεφαλών επανερχόμενος τού είπε όσο πιο ψυχρά μπορούσε: «Αν περάσεις, εσύ, στην Ιατρική... ». Εκείνος δέχτηκε τον υπαινιγμό της υπόθεσής του σαν ξαφνικό ράπισμα για κάτι που δεν είχε κάνει, για κάτι που δεν το άξιζε, σαν έναν κακό οιωνό, και αγανακτισμένος έπεσε στη γνώριμη πλέον σιωπή, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο την ηλιόλουστη μέρα. Αναρωτιόταν όμως τι του είχε κάνει, τι του είπε, τι τέλος πάντων τον θεωρεί, γιατί του μιλάει έτσι, ποιος νομίζει ότι είναι και κάνει αυτές τις σκέψεις για λογαριασμό του, αν τελικά θα ήταν πολύ καλύτερα γι’ αυτόν να είχε πάρει το λεωφορείο για να ’ρθεί στη Θεσσαλονίκη, αν…

Το αυτοκίνητο, η αναντίρρητη πραγματικότητα αυτής της εμπειρίας, πήρε μια μικρή ευθεία για να καταλήξει στην Όσσα και μετά από λίγο κατηφόρισε στην Άσσηρο και τη Λητή. Όταν μετά το Δερβένι έφτασαν στη Σταυρούπολη, εκείνος έβλεπε με αγωνία αν είχαν περάσει ή όχι τον κινηματογράφο «Σταυρουπόλ». Τον είχε σημείο προσανατολισμού στην άγνωστη πόλη που έφτασε πριν από λίγες ημέρες και που όφειλε να μάθει να κινείται και να κυκλοφορεί. Τίποτε απ’ όλα αυτά δε ρώτησε ο κυνηγός κεφαλών οδηγός να πει, να μάθει, να ενδιαφερθεί για το μεταφερόμενο θήραμα. Έφτανε και με το παραπάνω που τον έφερε έως εδώ. Καύσιμα, φθορές του αυτοκινήτου. Τρύπιος κουμπαράς. Μονόμισθος με γυναίκα και παιδιά να ζει στην πόλη! Ε, και τί έγινε που μένει δωρεάν στις στρατιωτικές κατοικίες! Δικαίωμά του. Ούτε βέβαια θα διέκοπτε τώρα την προσοχή του από την πορεία του αυτοκινήτου ν ασχοληθεί... Τώρα, σχεδόν λίγα μέτρα από το σπίτι του, γυρίζοντας από εκτός έδρας υπηρεσία! Κοίταζε και σταματούσε στα φανάρια. Και κάποια στιγμή τού υπενθύμιζε ότι έπρεπε να του καταβάλει το κόμιστρο Νιγρίτα-Θεσσαλονίκη, σαράντα δραχμές, Τί άλλο θα ήθελε από αυτόν ο νεαρός;

Όταν όμως εκείνος τού είπε ότι είχε στην τσέπη του μόνον πενήντα δραχμές ένα χαρτονόμισμα, αμέσως σταμάτησε ο οδηγός του μπορντό FIAT πατώντας φρένο μπροστά στο πρώτο περίπτερο. Κατέβηκε εκείνος αμέσως -το είχε καταλάβει από νωρίς- και ζήτησε ψιλά από τον απρόθυμο περιπτερά που του έλεγε, μάλλον του έδειχνε τα σπίρτα, τα τσιγάρα Marlboro, τα σιγαρίλος Velos, τα… «Πάρε κάτι!», του έλεγε επιτακτικά για να του κάνει ψιλά, δεν ήταν δα και υποχρεωμένος… Και τότε εκείνος καθώς βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο και δεν άντεχε την κατάσταση που ζούσε, έκανε αστραπιαία τη σκέψη να αποδράσει. Η σκέψη-αστραπή τού φανέρωνε πως δεν ήτανε δειλός. Ναι, μπορούσε να το κάνει. Μάλιστα για μια στιγμή σκέφτηκε αν αυτό ήταν δίκαιο ή όχι. Και μονομιάς ανδρώθηκε μέσα του μια οργή νικώντας κάθε ενδοιασμό και φόβο. Τώρα ακριβώς ήταν η μοναδική στιγμή να απαντήσει σε έναν εκβιασμό, σε μια ταπείνωση. Να εκδικηθεί, απλώς βάζοντάς το στα πόδια. Να τον αφήσει σύξυλο στο αυτοκίνητό του να περιμένει…

Μα ήταν ξεκάθαρο ότι δε τα μετρούσε έτσι τα πράγματα ο νεαρός. Ένιωσε ντροπή για κείνον, όσο στεκόταν μπροστά στο περίπτερο. Και τώρα πια, μετά απ όλα αυτά που έζησε από το πρωί, το θεωρούσε ανήθικο και ανάξιο να κάνει κάτι τέτοιο. Ο κώδικας επικοινωνίας συναισθημάτων και αξιών που ήταν βαθιά χαραγμένος μέσα του, έμοιαζε τώρα σαν και των θυμάτων και όχι σαν των θυτών, χωρίς όμως και να εγκρίνει τις λέξεις αυτές που του ήρθαν αμέσως και πρόχειρα στο μυαλό. Περισσότερο, το σκεφτόταν, ότι για λόγους δικαιοσύνης και ηθικής τάξης δε θα το έκανε. Άρχισε δηλαδή αυτός το θήραμα να σκέφτεται και τον άλλο, τον κυνηγό κεφαλών! Τα πίστευε όμως βαθιά τα λόγια του ποιητή και τα ήξερε καλά ο νεαρός· και την απολογία του Σωκράτη και την αντίσταση της Αντιγόνης, τα είχε στην ψυχή του. Δεν πέρασε καν μια άνοιξη, ούτε ένα καλοκαίρι από τότε. Αυτός ο κώδικας συναισθημάτων και αξιών τον ανέκοψε. Ούτε εκδίκηση ούτε συγχώρεση, σκέφτηκε. Και με ανάμεικτα συναισθήματα, ανοίγοντας τη μπροστινή πόρτα του μπορντό FIAT πέταξε τα δύο εικοσάδραχμα κέρματα στο μπροστινό άδειο κάθισμα. Χωρίς να κοιτάξει καν τον οδηγό, έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του, άνοιξε το βήμα και ζήτησε να αναπνεύσει λίγη ελευθερία. Και βλέποντας το άγνωστο να μεγαλώνει μέσα του και το άδικο γύρω του, απελπισμένα αναζήτησε την Ελπίδα μονολογώντας το αγαπημένο του: «δεν έχω μάτια να σε δω, καρδιά να σου μιλήσω…». Και δεν ήταν τότε ο μόνος που την αναζητούσε τόσο επίμονα εκείνην την Ελπίδα...

 

Α. Ν. Α.

 

Από τη συλλογή «Τα διηγήματα που χρόνια περίμεναν»