Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022


Οι τρεις τους*

 

                           

Στη μισοφωτισμένη δροσερή νύχτα ο άρτι αφιχθείς κάθισε μαζί τους στο παγκάκι για τρεις.  Κάθονταν και στο σανίδι της πλάτης του τα παιδιά, όταν γίνονταν τρία-τέσσερα. Εκείνος έδειχνε ανήσυχος. Όμως ο ερχομός του άρτι αφιχθέντος φάνηκε ν’ ανανεώνει τη συντροφιά. Κι έμεινε όρθιος, ακουμπισμένος στον τοίχο της αυλής του άλλοτε βασιλικού ιδρύματος. Ο άλλος, ο τρίτος της συντροφιάς, καθόταν στην άκρη και άκουγε τα λεγόμενα χωρίς λέξη, όπως και πριν φύγει ο δεύτερος άνδρας της πρώτης τριανδρίας στο παγκάκι της πλατείας.

Λίγο πριν την έλευση του άρτι αφιχθέντος, η συντροφιά αριθμούσε τρεις άνδρες: τον όρθιο κι ακουμπισμένο στον τοίχο, τον δεύτερο που έφευγε, και τον τρίτο που καθότανε αμίλητος. Αυτοί ήταν οι της πρώτης τριανδρίας. Και δίπλα τους για σεργιάνι, γυναίκες, άνδρες, αγόρια και κορίτσια, σχημάτιζαν ένα ακαθόριστης ηλικίας σύνολο, που το μόνο κοινό τους ήταν το παγκάκι και τα αραδιασμένα καθίσματα κόντρα στον τοίχο του περιβόλου του «Σπίτι Παιδιού», της «Σχολής» όπως παλιά το έλεγαν. Βασιλικό ίδρυμα που μετεμφυλιακά έπαιξε άριστα τον ρόλο του στο χωριό των προσφύγων στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Που φαινόταν να έχει τελειώσει, μα δεν τελείωνε!..

Μόλις κάθισε ο άρτι αφιχθείς, είχε σχεδόν απομακρυνθεί ο δεύτερος της πρώτης τριανδρίας. Δωδεκάχρονο τον είχαν πάρει οι αντάρτες. Σπούδασε, εργάστηκε στην DDR και γύρισε με γυναίκα και παιδιά στην πατρίδα με την πρώτη ευκαιρία. Είχε τελειώσει μια ιστορία που δε σήκωνε περαιτέρω ερμηνείες και σχόλια. Πού να συμφωνήσει με τον τρίτο που καθότανε στην άκρη… Τον άλλο άνδρα, εργάτη στη Mercedes, ξενιτεμένο κι αυτόν χρόνια στην BD. Κι ας είχε πέσει το τείχος. Κι ας ενώθηκαν η ανατολική με τη δυτική Γερμανία. Έκλεισε λοιπόν την προσωπική του ιστορία με πάθος, ρίχνοντας αυλαία με αργά βήματα.

Στο βάθος απέναντι φαίνονταν στο φωτισμένο καφενείο δύο παρέες ανδρών που άφηναν μισοτελειωμένες λέξεις, φωνές στο τάβλι και στα χαρτιά. Τάχατες παίκτες αχτύπητοι αλλά στην ουσία απόμαχοι της ζωής, κουρασμένοι από τα χρόνια.

Τότε ακριβώς πλησίασε ο καινούργιος και πήρε τη θέση του αποχωρήσαντος. Μια ζωή λιγνός άνδρας, σαν τη μάνα του. Ίδιο σκαρί. Ξενιτεμένος στην Αυστραλία με στοιχεία ταυτότητας από τη δεκαετία του εξήντα. Γύρισε στο χωριό μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς. Και τελευταία με τα ζώα και από το περπάτημα στο βουνό, έγερνε σκυφτός, από κούραση και δύσκολα χρόνια. Ήρθε, λύγισε μπρος τα γόνατα ελαφρά, πέφτοντας σχεδόν στο παγκάκι. Το σπίτι του απέναντι. Και μπήκε αμέσως στην κουβέντα. Στην αρχή άκουγε. Ύστερα, ίσως δεν εύρισκε πειστικά τα λεγόμενα του τρίτου που καθόταν στην άκρη, ίσως από πίεση βιωμάτων, σηκώθηκε, πήρε μια στάση σκυφτός μπροστά και άρχισε να μιλάει. Μισό αιώνα ιστορίας ξεδίπλωναν τα λεγόμενα στους ακροατές του στο παγκάκι της πλατείας...

Λεπτά πριν την εμπλοκή του νέου συνομιλητή, ο λεγόμενος τρίτος έκανε αναφορά σε θέματα επικαιρότητας. Αλλά είχε καταπιεί τηλεθέαση και αλαλία μόνος στο σπίτι, καθώς η απαστράπτουσα παρουσίαση των ειδήσεων και άλλες επίκαιρες συζητήσεις τον είχανε καθηλώσει στον καναπέ. Ανεπαισθήτως, του έκοψαν πρόστιμο να μη μιλάει. Και ό,τι καταλάβαινε-καταλάβαινε. Τώρα, για να ισορροπήσει ψυχικά χωρίς άνωθεν και έξωθεν λογοκρισία άνοιξε πάλι συζήτηση, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, ανάλογα με την τηλεοπτική συζήτηση και με όσα ήθελε να πει. Έτσι φαινόταν τα λεγόμενα στον όρθιο άνδρα που ακουμπούσε στον πέτρινο τοίχο. Είχε υπόψη του εκείνος και πέτρινα και άλλα χρόνια, από διαβάσματα και βιώματα της δεκαετίας του εβδομήντα και του ογδόντα. Αυτοί ήταν τα πρόσωπα της δεύτερης τριανδρίας.

Ο λεγόμενος τρίτος είχε στις συζητήσεις ένα παγιωμένο συνήθειο που προερχόταν από το βιωμένο παρελθόν του στη μοιρασμένη τότε δυτική Γερμανία. Η στάση του αυτή είχε γίνει στερεότυπο για κάθε θέμα. Η κοινωνία της χώρας αυτής τού έδινε πάντοτε το μέτρο για τα πράγματα. Μιλούσε για ανωτερότητα, ορθότητα... Και όπως οι πάλαι ποτέ φιλόσοφοι και θεολόγοι, όριζαν τη δική τους αυθεντία με το «εκείνος το είπε», εννοώντας τον Αριστοτέλη, έτσι κι αυτός εκεί οδηγούσε τη συζήτηση: «Στη Γερμανία…». Μέχρι και στην παγκοσμιοποίηση το πήγε, για να καταλήξει -πού αλλού;- στο γνωστό μοτίβο: «Στη Γερμανία…». Ξεδίπλωνε έτσι τη βιοθεωρία του ο άνθρωπος. Και χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνει, από θαυμασμό προς τον γερμανικό πολιτισμό, και χωρίς ιδέα από ιστορία και ιδεολογία, έφερε την κουβέντα και στον Χίτλερ. Που κανόνισε, λέει, τους Εβραίους. Γιατί «έχουνε το χρήμα», κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο και συνελόντι ειπείν «φταίνε για όλα» τα κακώς κείμενα της υφηλίου.

Εκείνος που στεκόταν όρθιος κι ακουμπισμένος στον τοίχο, όρθιος μισό βήμα πίσω, στο πλαίσιο της δεύτερης τριανδρίας, τους άκουγε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πότε κάτι πήγαινε να πει, πότε σιωπούσε. Και άλλοτε διέκοπτε, καθώς εκείνοι συνομιλούσαν, ο ένας για τη Γερμανία κι ο άλλος για την Αυστραλία, να του εξηγήσουν για τη σύνταξη που έλεγαν ότι παίρνουν. Οι εξηγήσεις δε φαίνονταν επαρκείς. Ο ένας έπαιρνε πολλά, ο άλλος λίγα, έλεγαν. Εκείνος ήθελε να καταλάβει... Και δε μπορούσαν να του εξηγήσουν. Και δεν άντεχε άγνοια και γνώμη να προβάλλονται ως έγκυρη απόλυτη γνώση. Η εξήγηση έφτανε μέχρι το «έτσι είναι τα πράγματα» και όχι στο «γιατί είναι έτσι που είναι τα πράγματα». Στάση απλών ανθρώπων σε συζητήσεις. Μοιάζει με την εργαλειακή βεβαιότητα των σύγχρονων κομπιουτεράδων, μάλιστα όταν αυτοί είναι αναγκασμένοι να απαντούν σε ερωτήματα τεχνολογικής φύσεως σε μη γνωρίζοντες από τεχνολογία πελάτες τους.

Έτσι προχωρούσε το βράδυ εκείνο του Αυγούστου, στο γύρισμα του αιώνα, και ο όρθιος άνδρας που ακουμπούσε στον πέτρινο τοίχο το χάρηκε που ξαφνικά η συζήτηση, από τα επίκαιρα το γύρισε στα παλιά, στα προσωπικά και βιωμένα γεγονότα. Έγινε άραγε από κάποια παρεξήγηση, από κάποια κρυφή εσωτερική σύγκρουση ή ήταν ένα προσωπικό παράπονο, σαν αναδρομική καταγγελία του νέου συνομιλητή τους;  Δεν ήξερε τι να πει γι’ αυτό. Του άρεσε όμως και θεώρησε ευτυχή τον εαυτό του ο όρθιος άνδρας που άκουγε ξεχασμένες ιστορίες, που η συζήτηση το ’φερε και στα προσωπικά. Το βρήκε σαν κάτι με ξεχωριστό νόημα. Γι’ αυτό και πλησίασε στο μισό βήμα κι ακούμπησε στο παγκάκι, ενώ ήταν έτοιμος να φύγει και να μείνει με δίχως λέξεις μέσα στη σιωπή του, μέσα στην αμφίβολη ραστώνη του μυαλού του. Και όπως κάθε καλοκαίρι τελευταία, με την ύπουλη τριβή, τον ίδιο πόνο στις αρθρώσεις του.

Τότε ο καινούργιος άρχισε με φωνή λαλέουσα, σαν κάποιος που θέλει να υπογραμμίσει το νόημα της Ιστορίας και όχι μοιραία πάλι να Την υπομείνει. Ο όρθιος άνδρας, άκουγε επιτέλους κάτι ενδιαφέρον, ενώ ο τρίτος που καθόταν, έμενε τώρα αμίλητος. «Εμένα», είπε ο καινούργιος, «όταν θα πήγαινα στο Γυμνάσιο, ο δάσκαλος του σχολείου μού είπε ότι θα είμαι ο μόνος από τους τρεις που θα πετύχω στις εξετάσεις για το Γυμνάσιο, αλλά ήμουν ο μόνος που δεν πέτυχα…». «Γιατί;» γεμάτος απορία και ειλικρινές ενδιαφέρον ρώτησε ο όρθιος άνδρας. «-Γιατί ο Γιουβάννης από το χωριό είπε τότε στον Γυμνασιάρχη για μένα: «αυτός είναι βουλγαρόπαιδο». Κατάλαβες;». «-Σε πιστεύω», του απάντησε σχεδόν κεραυνοβολημένος ο όρθιος άνδρας. Νεότερος, γεννημένος χρόνια μετά τον Εμφύλιο, βλαστάρι του ψυχρού πολέμου και της μεταμοντέρνας σκέψης, γνωρίζοντας από δικτατορίες, ιδεολογίες, ζαπατίστας, σαντινίστας, ταυτότητες, βαρβαρότητες, μονόκερους, ρινόκερους, θέλησε να προσθέσει κάτι για την παράλογη γραφειοκρατία που τελευταία τον είχε ταλαιπωρήσει. Σχεδόν απότομα τον διέκοψε ο καινούργιος. Να μη χαθεί η υπογράμμιση, ο τόνος και το νόημα των λεγομένων του. «Άσε με να τελειώσω», κραύγασε. Και πρόσθεσε με το ίδιο πάθος: «Για μένα ήταν πάλι τότε που ο παπα-Δημήτρης του χωριού είπε: «αυτός δεν έρχεται στην εκκλησία». Ενώ ήμουν ο μόνος από τους τρεις υποψήφιους που πήγαινα κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Κατάλαβες;»

Η σιωπή που επακολούθησε έκλεισε το θέμα. Τίποτε δεν ήταν πια ανακοινώσιμο στην αποσπασματική ιστορία του καινούργιου συνομιλητή. Τίποτε αναγκαίο να ειπωθεί. Γιατί ο νεότερος από τους τρεις, γνώριζε ότι η διαφορετικότητα του παλιού υποψήφιου γυμνασιόπαιδου, τώρα κάπου εξηντάρη στην ηλικία συνομιλητή τους, ήταν η ντόπια σλαβόφωνη Μακεδόνισσα μητέρα του σε χωριό προσφύγων από τον Πόντο. Και ίσως-ίσως ο ακέραιος και ντόμπρος χαρακτήρας του πρόσφυγα πατρός της οικογένειας. Και ακόμα, επειδή γνώριζε ότι ο Γιουβάννης, ο επονομαζόμενος τουρκιστί τζι-γιαβρουσού (παιδί του διαβόλου) προπολεμικά είχε παντρευτεί γυναίκα από την Πόλη που φαίνεται δεν καλοήξερε πως ήτανε Βουλγάρα και στην Κατοχή τον εγκατέλειψε, μιας και έτσι ήρθαν τα πράγματα!.. Θα μου πείτε: τί σημασία να έχει μια ιστορία συζυγικής εγκατάλειψης επί Βουλγαρίας για μια μετεμφυλιακή ιστορία αποτυχίας να μπει στο Γυμνάσιο ο καινούργιος της συντροφιάς τους; Για ένα χωριό της Μακεδονίας, μπορεί και να έχει. Μπορούσαν να φανταστούν ότι ο ψυχρός πόλεμος ήτανε τόσο κοντά; Ότι καθόταν μαζί τους στο παγκάκι;

Κι αυτός, ο όρθιος της συντροφιάς, ο ένας από τους τρεις τους, «καληνύχτα» είπε βιαστικά και ανηφόρισε. Η ιστορία για «βουλγαρόπαιδα» και «ιεροχαφιέδες» που λίγο πριν είχε ακούσει και τον συγκλόνισε, αναρωτιόταν σε ποιο τάχα κεφάλαιο της ιστορίας μας ανήκει. Δεν είχε τελειώσει ο ψυχρός πόλεμος. Ή μήπως η ιστορία του άρτι αφιχθέντος λιγνού άνδρα αποτελεί θλιβερό ιντερμέντιο σε κάποιο κεφάλαιο της «παρασχολικής» ιστορίας και του μετεμφυλιακού πολιτισμού μας; «Δε νομίζω...» βιάστηκε να απαντήσει εις εαυτόν. Αλλά καθρέφτης η αποσπασματική ιστορία... Λίγα μέτρα παραπάνω άρχισε να αμφιβάλει. Για τη βιαστική απάντησή του, για την ιστορία όπως γραφόταν στο παγκάκι, για πιο πέρα, για πέρα από τα σύνορα, επί των ημερών του. Γιατί γνώριζε πολύ καλά και δεν ξεχνούσε ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε τα πρώτα θύματα του λεγόμενου ψυχρού πολέμου...

 

 

 

*Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ. Ελεύθερο Βήμα της Φλώρινας, 30/5/2013, αρ. φύλλου, 3900.

 

                              

Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

 Τρία ποιήματα ταξιδεύουν 

με την Ολυμπιάδα και τη Θεσσαλονίκη

 

 

 





 
 

 

2022

 

 





Οι λέξεις μου που έγιναν δικές σας

 


Οι λέξεις μου όμοιες σχεδίες

στην πλώρη τους σκαλιστή η νίκη-ελπίδα

γίνονται πίδακες κι αντλίες

στην πρύμνη σπέρνοντας χλωρίδα

 

Οι λέξεις μου

άγριες μεταφράσεις

χρόνο και τόπο θέλουν να γυρίσουν τώρα 

με νέο νόημα στις φράσεις

 

Οι λέξεις μου που έγιναν δικές σας

ριπές που αντηχούν στους τοίχους  

νέφη πολύχρωμα, στάζουν εντός μου

συνέρχονται, με φωνές μυρίων προγόνων

την ηχώ φέρνοντας της παρουσίας τους

 

Οι λέξεις μου, ώριμα σταφύλια

στου Αυγούστου γέρνουνε τις πλάτες

στάζοντας νέκταρ σε ερωτευμένα χείλια

μαζί τους φέρνοντας διαβάτες 

 

Οι λέξεις μου ιδεόπλαστες πολιτείες

ανέρχονται από της ψυχής τις κόγχες

φρέατα μοιάζοντας, με πηγών αντλίες

που βγήκανε απ' των θεών τις λόγχες

 

Οι λέξεις μου σπέρματα ανθρώπων

στη γαλήνη διάττοντες

εικόνες σύμπαντα

δοξολογούν

την κοινή μοίρα για το παρόν και το μέλλον μας

 

Οι λέξεις μου

φθόγγοι, λαριγγισμοί, τριγύρω

πίσω αφήσαν το παλιό τους πρόσωπο

κι έγιναν τώρα νέα άσματα για σας

άρωμα

μύρο

 

Οι λέξεις μου αόρατες κατοικίες

μέσα τους

ενοικούν αστραπόβροντα· 

σαν φωτιές

των ψυχών μες τα βλέμματα

 

Οι λέξεις μου εικονόγραπτες πανοπλίες

σε αγώνα σάς καλούνε να μπείτε

με δίχως θύτες και θύματα

προσκαλούν τη ζωή να χαρείτε

 

Οι λέξεις μου μοιάζουν ορυχεία·

μέσα τους

σκάβουν, άλλοι για να βρουν χρυσάφι

κι άλλοι κάτω να πέσουν τις αφήνουνε

χώμα να γίνουν, σε άγονο χωράφι

 

Οι λέξεις μου φεύγουνε, καράβια

που οργώνοντας ωκεανούς ονείρων

εδώ γυρνάνε πάλι, 

στα μουράγιαφέροντας λυγμούς δακρύων

 

Οι λέξεις μου

ανέρχονται από ακαταμέτρητα βάθη

και υψώνονται κατακορύφως βέλη·

να μας καρφώσουν θέλουνε σε χίμαιρες 

ή να πληρώσουν της ζωής μας τα εφήμερα τέλη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

Ίχνη


                                                                                           στον Γαραντούδη, ποιητική αδεία

 

 

Εμείς

Του εξήντα οι εκδρομείς

Ψάχναμε ακόμα την αρχαία Αρέθουσα

Τον Ευριπίδη, τον ποιητή, για να τιμήσουμε

Μα δε βρήκαμε πάλι τίποτε 

έξω στους δρόμους, στις παραλίες με τα αποτσίγαρα στην άμμο

και στα στρατόπεδα εκπαίδευσης 

Μόνον αδέσποτα σκυλιά τριγύρω από τις λίμνες

στα χωριά και σε παραλίες σκουπιδοτόπων γύρω στις ανοιχτές θάλασσες

Να μας θυμίζουν τη σκουριά των αρχαίων προγόνων

Που αλώβητη μόνον αυτή

Και κάποια άλλα επιφανή δαγκώματα

Πέρασαν και στα δικά μας χρόνια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πορτρέτο

 

 

Τώρα τελευταία

Κάνει αναπαραστάσεις με υλικό που φιλοτέχνησε η θάλασσα

Χωρίς χρώματα χρωστήρων

Να μη χαλούν απ᾿ τις βροχές. Να μείνουν.

«Κατέλειπεν» θα λένε· ίσως και «εποίησεν»

Μεγάλη δόξα...

 

Χωρίς ίχνος αιχμής

Στρογγυλεμένες πέτρες· από τον γεωλογικό παράδεισο των αρχαίων Σταγίρων

Βαμμένα από υπόγεια ηφαίστεια βότσαλα που μοιάζουν και διαφέρουν· 

Όσο κι αν θέλεις να τα βλέπεις ίδια. Έργο της θάλασσας·

Βγαίνουν στην ακροθαλασσιά εμπρός στα υγρά μάτια των ανθρώπων

Πότε με τον αχό του υψωμένου κύματος

Πότε με την αλμύρα του που τρυφερά τα γλύφει

 

Χθες και προχθές κι αντιπροχθές

Τις έβλεπε μες το ηλιοβασίλεμα να λάμπουν

Μόνος, και παρά θίν αλός, καθώς τις διάλεγε για να τις βάλει σ ένα κάδρο

 

Την ώρα που γράφονταν αυτοί οι στίχοι 

Ήταν αηδόνι το πουλί της συντροφιάς στο δέντρο, ω  μοίρα

Δεν ήτανε καναρίνι σε αστικό ιστό παγιδευμένο

Τόσο ήτανε γλυκό, ω μούσα, και πιστό μες το κελάηδισμά του πρωινές ώρες! 

 

Τί κι αν ποιήματα δεν έγραφεν παλιά

Τώρα θα γράφει!

Κι ας λένε τόσα για την αντιποιητική εποχή μας…