Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

 


 

Η «Δημιουργική Γραφή» και Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου

της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου

 

 

ΝΤΙΝΟΣ: Άμα γράφεις, καλά είναι.

Γιατί «γράψιμο» σημαίνει δημιουργία.

 Και η δημιουργία είναι μια χαρά.

 

 

Η «Δημιουργική Γραφή» (Creative Writing, Écriture Creative), όχι μόνον ως μια καλή πρακτική διδασκαλίας της Λογοτεχνίας στην εκπαιδευτική μας πραγματικότητα (βλ. Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών για τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, 2011) αλλά κυρίως ως ακαδημαϊκός κλάδος με επιστημονικό αντικείμενο τη Λογοτεχνία έχει τουλάχιστον δεκαετή επιτυχή πορεία στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα και την Κύπρο (βλέπε σχετική βιβλιογραφία, Σουλιώτης, Κωτόπουλος)[1] αλλά και σε Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής πολλών δημόσιων και ιδιωτικών φορέων.[2]

Αν είναι κάτι που στην εποχή μας χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη «δημιουργική γραφή» (ΔΓΡ) στην ακαδημαϊκή της συγκρότηση ως αντικείμενο θεωρίας και πράξης, έρευνας και διδασκαλίας, στον χώρο των ανθρωπιστικών και λογοτεχνικών σπουδών, αυτό είναι η μετά «τον θάνατο του συγγραφέα» επιστροφή στον συγγραφέα και τη συγγραφική πράξη (βλέπε σχετικά στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας Barthes, Genette, Todorov, Rodari, Compagnon, Βαγενά).[3] Η «Δημιουργική Γραφή» στην ακαδημαϊκή της πλέον συγκρότηση ως θεωρία και πράξη αποτελείται από ένα συγκροτημένο σύνολο περιγραφικών, αναλυτικών, κριτικών γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται ειδικότερα σε τεχνικές μεθόδους γραφής της ποιητικής τέχνης (arte poetica, art poétique), με παραδείγματα καταξιωμένα έργα της ελληνικής και παγκόσμιας υψηλής λεγόμενης λογοτεχνίας. Έχει εδραιωθεί διεθνώς μέσα στο Οργανόγραμμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και συνεχώς εξελίσσεται καθώς η σχετική έρευνα κομίζει νέες γνώσεις, μεθόδους και πρακτικές για τη διδασκαλία της. Στην Ελλάδα, από όσο γνωρίζω, μέχρι τώρα έχει θέση και διδάσκεται μόνον σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών στα πανεπιστήμια.

Γι’ αυτό γίνεται εδώ η ενδεικτική σύνδεση της «δημιουργικής γραφής» με ένα βιβλίο που εκδόθηκε τελευταία από τις εκδόσεις Ιανός[4] και που κατ’ εξοχήν αναφέρεται και θεωρητικά και πρακτικά στον συγγραφέα και τη συγγραφική πράξη, ίσως εμμονικά αλλά νομίζω δίκαια και δικαιολογημένα. Η σχέση τους ανιχνεύεται να είναι δημιουργική αλλά και δημιουργικά πολύπλοκη. Εδώ δεν θα μας απασχολήσει παρά σε ό,τι ουσιαστικό περί αυτής της σχέσης κατατίθεται σε αυτόν τον διάλογο-συζήτηση. Φυσικά, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στο βιβλίο αυτό συνομιλούν δύο άνθρωποι που έχουν τουλάχιστον δύο κοινές χαρακτηριστικές ιδιότητες, του συγγραφέα και του φιλολόγου. Και συνομιλούν χωρίς ενδοιασμούς και δισταγμούς, ουχ ήττον δε και με κάθε ειλικρίνεια και χωρίς υστεροβουλίες τόσο για το δικό τους λογοτεχνικό έργο όσο και για το έργο άλλων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.

Η ρητή αποδοχή και περαιτέρω αξιολογική σύγκριση του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Προτιμώ έναν μέτριο λογοτέχνη παρά έναν λαμπρό φιλόλογο» στη συζήτηση που αναπτύσσεται περί Λογοτεχνίας και Φιλολογίας (σελ. 55), δεν μπορεί να απαξιώσει ούτε τη φιλολογική επιστήμη, τη μόνη που έχει ως αποκλειστικό γνωστικό αντικείμενο έρευνας και μελέτης τη Λογοτεχνία ούτε βέβαια να καταργήσει σαν μια ριξιά ζαριών τους φιλολόγους που επάξια την υπηρετούν. Αναδεικνύει όμως την ανοιχτή προτίμησή του στη λογοτεχνική δημιουργία και συνακόλουθα στη «δημιουργική γραφή». Διότι, όπως επιχειρηματολογεί στη συνέχεια, η λογοτεχνική γραφή είναι αυτή που περισσότερο, καθημερινά και εναγωνίως, αναμετριέται με τον χρόνο και την αλήθεια. Αυτό όμως δεν αποτελεί απλά και μόνο μια προτίμηση για τον Ν. Χ. . Διότι είναι ξεκάθαρο ότι και ως λογοτέχνη και ως κριτικό της λογοτεχνίας τον απασχόλησε η πορεία της αυτόνομης, συγκροτημένης και ολοκληρωμένης λογοτεχνικής δημιουργίας κατά την αξία της στη διαδρομή του χρόνου. Ιδιαίτερα για το δικό του ποιητικό έργο, πολλές φορές με πρότυπο τον ποιητή Κ. Π. Καβάφη, το θέμα αυτό τον απασχολεί πάρα πολύ, εμμονικά θα έλεγα, με αμέτρητες στο βιβλίο τέτοιες αναφορές. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνομιλία οι αναφορές του Ν. Χ. σε θεμελιακές έννοιες που χρησιμοποιεί και η «Δημιουργική Γραφή», όπως «έμπνευση», «γραφή», «ταλέντο», «συγγραφέας», «αναγνώστης», «δημιουργός», για να μιλήσει για τη λογοτεχνική δημιουργία, δεν γίνονται με αναλυτικό τρόπο.  Του είναι όμως αδύνατον να μιλήσει, να δώσει εξηγήσεις ή απαντήσεις χωρίς αυτές. Και αυτό είναι εύλογο και ευκόλως εννοούμενο για τον αναγνώστη του διαλογικού αυτού βιβλίου. Διότι περί δημιουργικής γραφής ομιλεί. Δεν είναι όμως και λίγες οι φορές όπου κατά τη διάρκεια της συζήτησης γίνεται και αναλυτικός και με συγκεκριμένα παραδείγματα από το δικό του συγγραφικό έργο αλλά και από το έργο άλλων συγγραφέων.

Ο αναγνώστης δεν θα εντοπίσει την «κατάθεση» του Ν. Χ. για τη «δημιουργική γραφή» σε κάποιο ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου, διότι η δομή του ακολουθεί τη χρονολογική καταγραφή συνομιλιών σε διάφορα περί τη λογοτεχνία και όχι μόνον ζητήματα, των οποίων το θέμα σχετίζεται με τα τρέχοντα ενδιαφέροντα των συνομιλητών και με τα επίκαιρα ζητήματα που αφορούν τους συγγραφείς και τη Λογοτεχνία, κυρίως. Για τον λόγο αυτόν θα αναφερθούμε σε ενδεικτικά παραδείγματα από το βιβλίο, ώστε να αναδείξουμε τη σχέση αλλά και για να πληροφορήσουμε επ’ αυτού όσο γίνεται πιο διαφωτιστικά τον αναγνώστη. Διαβάζουμε στη σελίδα 55-56:

 

ΝΤΙΝΟΣ: Οποτεδήποτε σου πω εντυπώσεις μου για το γραπτό σου, να ξέρεις ότι είμαι ειλικρινής. [...]. Πάντως, είναι ωραίο κείμενο. Άλλοι μας δίνουν την ιστορία σαν μια ωραία ανθοδέσμη, ενώ εσύ μας τη δίνεις σε μικρούς φουντωτούς θάμνους εδώ κι εκεί.

Εδώ ο Ν. Χ. κρίνει το μυθιστόρημα της Σ. Σ. «Οι δεξιώσεις». Και με την παρομοίωση αναφέρεται στην πλοκή της ιστορίας, η οποία εξελίσσεται χαλαρά μέσα από την αφήγηση των περί το Πανεπιστήμιο γεγονότων και περιστατικών, «των δεξιώσεων», τα οποία ο κεντρικός αφηγητής και πρωταγωνιστής Περπατάρης μάς διηγείται. Και αμέσως παρακάτω, στην ίδια σελίδα:

ΝΤΙΝΟΣ: Το θέμα της οικονομίας σε ένα κείμενο, είτε μικρό είτε μεγάλο, με απασχολεί πάρα πολύ. Σε όποια επιστημονική εργασία, είτε καν λογοτεχνική, να είμαστε τσιγγούνηδες. Εγώ έχω φτάσει σε φριχτό ντελίριο. Δηλαδή  έχω γράψει ένα κείμενο εξήντα λέξεων. Την επομένη καταφέρνω και τις κάνω σαράντα. Το πώς πανηγυρίζω ότι με σαράντα λέξεις εξέφρασα ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο που εξέφραζα άλλοτε με εξήντα, τί να σου πω; Τρελαίνομαι!

Είναι φανερό ότι το θέμα της οικονομίας (εκφραστική πυκνότητα και λιτότητα) εδώ αναφέρεται σε τεχνικές γραφής τις οποίες στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία της «δημιουργικής γραφής» ο αναγνώστης θα συναντήσει με φράσεις και έννοιες όπως «less is more» και «showing and telling», με τις οποίες στοχεύεται η ποιότητα του εκφρασμένου ποιητικού ή πεζού λόγου, το περιεχόμενό του και πιο συγκεκριμένα η αναπαραστατική του δύναμη, όπως λόγου χάριν σε ολιγόλεξα λογοτεχνικά είδη όπως είναι το χαϊκού όπου εκεί η αναπαραστατική δύναμη είναι πιο αναγκαία στη μορφή και εμφανέστερη στο περιεχόμενό του ή και σε άλλα μεγαλύτερα σε έκταση κλειστής μορφής ποιητικά είδη. Όμως το ίδιο ισχύει και για τα πεζόμορφα ή πεζά λογοτεχνικά κείμενα. Παραθέτω ένα δεύτερο παράδειγμα. Διαβάζουμε στις σελίδες 114-115:

ΝΤΙΝΟΣ: Δεν με πειράζει. Λιγογράφος. Αλλά αυτό το λίγο (ενν. τα ποιήματά του), που το έχω χιλιοκοσκινίσει, μου αρέσει. Λέω: «Έχω και μερικά τραγούδια». Για μερικούς είναι πολύ ωραία. Από μερικούς έχω και καλές γνώμες. Ας πούμε, ο Νίκος Καββαδίας όσο είχαμε τις μεγάλες φιλίες μας, μου είπε: «Με πολλή ειλικρίνεια, πρέπει να σου ομολογήσω ότι από όλα τα ποιήματά σου θεωρώ καλύτερο ένα τραγούδι σου». Όχι ποίημα. Ανώτερο το τραγούδι από όλα τα ποιήματα. Και που λέγεται «Ο φωτογράφος».

Είναι γνωστό ότι ο Ν. Χ. είναι της άποψης να μη μελοποιούνται τα ποιήματα, γιατί όπως λέει «χάνουν» από το νόημα, από το περιεχόμενό τους. Από την άλλη,  δεν είναι τυχαίο ότι ο Καββαδίας, ένας μελοποιημένος και χιλιοτραγουδισμένος ποιητής της γενιάς του τριάντα, ο οποίος έχει γράψει πολλά έμμετρα ποιήματα που μελοποιήθηκαν από γνωστούς Έλληνες συνθέτες βρίσκει «ανώτερο» το τραγούδι «Ο φωτογράφος» του Ν. Χ. που μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Διότι «το τραγούδι» αυτό είναι γραμμένο σε άψογο ιαμβικό 15σύλλαβο μέτρο και σε τέσσερα στροφικά συστήματα (3-2-3-3) στίχων, προφανώς η δίστιχη στροφή να γίνει ρεφραίν στο μελοποιημένο πια στιχούργημα-ποίημα. Ο συγγραφέας ακολουθεί τον ρυθμό του «εθνικού» μας στίχου, χωρίς να παραβιάζει τον κανόνα των δύο ημιστιχίων πουθενά, θέλοντας προφανώς να εκφράσει με λαϊκό ρυθμό και τρόπο τα συναισθήματά του. Ο Ν. Χ. χρησιμοποιεί συνειδητά τους όρους «ποίημα» και «τραγούδι» για ξεχωριστές στιχουργημένες ενότητες ή συνθέματα. Και με τον δεύτερο εννοεί: στιχουργημένη ενότητα προς μελοποίηση που μπορεί να τραγουδηθεί. Από την άλλη, όσον αφορά στον όρο «ποίημα» και τη νεοελληνική ποίηση, είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος υπήρξε για αιώνες η τεχνική γραφής της πιο αποδεκτής και αριστουργηματικής νεοελληνικής ποίησης. Γνωρίζει ο Ν. Χ. ότι το λαϊκό τραγούδι το οποίο συνθέτει χρειάζεται και ένα γνωστό, κατανοητό και αγαπητό άκουσμα ρυθμού και μια ανάλογη τεχνική στον «λαϊκό» ακροατή. Και αυτό εφαρμόζει. Και όλη αυτή η δημιουργική διαδικασία γραφής έχει ως αποτέλεσμα η «ποιητική» έκφραση και ως περιεχόμενο πλέον να είναι πιο ολοκληρωμένη, πιο επικοινωνιακή και εντέλει πιο αγαπητή.

Από το σχετικά απλό δεύτερο παράδειγμα που αναδεικνύει τη σχέση της «δημιουργικής γραφής» και του εκ βαθέων διαλόγου για τη λογοτεχνία, που ουσιαστικά είναι το βιβλίο περί ου ο λόγος, θα περάσουμε σε ένα τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, πιο σύνθετο. Διαβάζουμε στις σελίδες 148-149:

ΝΤΙΝΟΣ: Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, δοκίμασα κι εγώ να κάνω μια τραγωδία, η οποία ήταν εκ των προτέρων σαφής και δεδομένη ποια θα είναι και πώς θα έχει την εξέλιξή της. Δηλαδή ο Κάναβος που είχα κάνει, ήταν σωστός Λάιος. Ξέρεις τί είναι ο Λάιος; Είναι ο μπαμπάς του Οιδίποδα. Και προσπαθούσα εκεί μέσα να σκεφτώ πιθανές συγκρούσεις σε διαλόγους μεταξύ Λάιου και Οιδίποδος, Οιδίποδος και απογόνων, που επανέρχονται στο θέμα Λάιου. Έγραψα δυόμισι σελίδες. Και ξαφνικά το διαβάζω και βλέπω πως, οτιδήποτε και να κάνω, είμαι ακατάλληλος για τραγωδία. Ήταν βέβαια ποιητικό αυτό. Ήταν στίχοι. Και, μάλιστα, ακατάλληλος για θέατρο. Να γράψω θέατρο, ας πούμε, πολύ περισσότερο, να γράψω τραγωδία. Αυτές τις δυόμισι σελίδες φρόντισα να τις πετάξω. Αλλά αφού τις πέταξα, ύστερα από μια εβδομάδα, πήγα και βρήκα στο καλαθάκι των αχρήστων αυτό το τσαλακωμένο χαρτί και το ξαναδιάβασα. Και είπα: «Φριχτά πράγματα! Αλλά οχτώ στίχους δεν τους παίρνω να τους εμφανίσω ως ένα αυτόνομο ποίημα;» Είναι ένα από τα Ξένα γόνατα. Η τραγωδία αυτή γράφτηκε το 1954. Και είναι ακριβώς εκείνη τη χρονιά που δημιουργούσα την ενότητα Ξένα γόνατα. Δεν θυμάμαι τώρα ποιο είναι αυτό το ποίημα.

Στην παραπάνω διήγησή του ο Ν. Χ. εξηγεί πώς από ένα κείμενο θεατρικής μορφής (με αφορμή ένα ζητούμενο στοιχείο της πλοκής που είναι η τεχνική της σύγκρουσης των χαρακτήρων, και για το οποίο ο συγγραφέας καταθέτει στο παραπάνω απόσπασμα ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει και να εφαρμόσει στην πλοκή της ιστορίας του σκοπούμενου και μελλοντικού μυθοπλασιακού έργου του), συνθέτει τελικά λίγο αργότερα ένα ποίημα και το εντάσσει σε μια ποιητική ενότητα που δημοσιεύει με τίτλο Ξένα γόνατα. Εδώ γίνεται φανερό ότι ένα λογοτεχνικό είδος τροποποιείται σε ένα άλλο. Το αφηγηματικής έμμετρης μορφής μεγαλύτερο δραματικό κείμενο που υπακούει σε άλλες ποιητικές συμβάσεις  -έστω ένα μόνο μέρος του- γίνεται ένα μικρότερο ολοκληρωμένο λυρικό ποίημα. Όσον αφορά τη γραφή τώρα, το παλιό και το νέο κείμενο έχουν κάτι κοινό: είναι γραμμένα και τα δύο σε στίχους. Άρα από την άποψη της ποιητικής δημιουργίας έχουν πολύ περισσότερα πράγματα κοινά στην έκφραση από ό,τι αφήνεται να εννοηθεί από την απλή αναφορά στη σύμβαση της στιχουργίας. Έχουν επίσης κοινό, εξ αιτίας του γεγονότος της επιλογής από τον ίδιο των οκτώ στίχων του παλιού κειμένου, λ. χ. την προσωπική έκφραση του ποιητικού υποκειμένου της λυρικής ποίησης. Ενώ διαφέρουν σε άλλες ποιητικές και ειδολογικές συμβάσεις, όπως είναι ο αφηγηματικός διάλογος, τις οποίες ο ποιητής θα αλλάξει κατά την επεξεργασία του νέου κειμένου σε λυρικό μονολογικό ποίημα.

Έτσι και με τον τρόπο της διαλογικής συζήτησης, κατά την εξέλιξη του διαλόγου των δύο συγγραφέων, αποκαλύπτονται πολλά «μυστικά» της «δημιουργικής γραφής». Και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα σε αυτό το βιβλίο.

 

Α. Ν. Α.



[1] Μ. Σουλιώτης, Δημιουργική γραφή. Οδηγίες πλεύσεως, [Λευκωσία], Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο-Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, 2021, σ. 178· Α. Π. Βακάλη - Μ. Ζωγράφου-Τσαντάκη -Τρ. Κωτόπουλος, Η δημιουργική Γραφή στο Nηπιαγωγείο, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013, σ. 208· Τρ. Κωτόπουλος - Νίκος Φωτόπουλος, Μιλώντας για την τέχνη, τον πολιτισμό και τη δημιουργική γραφή με τον Θάνο Μικρούτσικο, Αθήνα, Πατάκης, 2017, σ. 168.

[2] Η Ελένη Γκόρα εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα «Διαμόρφωση και λειτουργία εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ενηλίκων: Δυνατότητες και Όρια», “Configuration and function in Adults’ Experiential Creative Writing Workshops: Possibilities and Limits”, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΠΔΜ,  Φλώρινα, 2017.

[3] Βλέπε τις επί του θέματος σχετικά σύγχρονες απόψεις, από τον δομισμό και μετά, των Roland Barthes, Gerard Genette, Tzvetan Todorov, Janni Rodari, Antoine Compagnon, Νάσο Βαγενά.

[4] Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012, Ιανός, 2019.