Τρίτη 18 Αυγούστου 2020


Η λειτουργία της «συλλογικότητας» και του «χρόνου»  στην ποιητική σύνθεση «Διαδρομές» της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

 

 

Είτε ορίσουμε την ποίηση οντολογικά, όπως ο M. Heidegger («ποίηση είναι η λεκτική καθίδρυση του Όντος») είτε γλωσσολογικά όπως ο R. Jakobson («προβολή της επιλογής των λέξεων από τον παραδειγματικό στον συνταγματικό άξονα της γλώσσας») ή, ακόμη, αν αντιληφθούμε γλωσσοκεντρικά την ποίηση ως δημιουργική γραφή, κατά τη διατύπωση του St. Mallarmé («η ποίηση γίνεται με λέξεις όχι με ιδέες- «δεν δημιουργείς ένα ποίημα με ιδέες, αλλά με λέξεις»), πάντοτε η επιλογή και ο συνδυασμός των λέξεων στην ποιητική έκφραση ήταν αυτά που καθόριζαν και ταυτόχρονα μέσα από τη γραφή συγκροτούσαν έναν κόσμο με νόημα, έναν ολόκληρο κόσμο με νόημα μέσα σε μια ολιγόστιχη ή μια πολύστιχη ποιητική σύνθεση (ποίημα).[1] Και με τον τρόπο αυτόν από το χάος της ανυπαρξίας και της αδράνειας του μη-νοήματος, πάλι και πάλι οι κοινόχρηστες λέξεις μας είναι αυτές που δημιουργούν ένα ποιητικό σύμπαν με αρμονία, λόγο και τάξη. Αυτό το σύμπαν, για τον αναγνώστη, δεν είναι άλλο από το συνολικό νόημα της γραφής ενός ποιήματος πάνω σε μια λευκή σελίδα.

Χωρίς αμφιβολία η ποιητική σύνθεση «Διαδρομές», η οποία αποτελείται από επτά άτιτλα ποιήματα με λατινική αρίθμηση (Ι-VΙΙ) μέσα στο ποιητικό βιβλίο Διαδρομές (2015),  αποτελούν μια ώριμη δημιουργία της ποιήτριας, δεδομένου ότι προηγήθηκαν (2006, 2009) και ακολούθησαν ποιήματα (2017). Η δημιουργία της αυτή είναι λογικό όσο και αναμενόμενο ότι από τη μια έρχεται να ανανεώσει και από την άλλη να παγιώσει τη λυρική της έκφραση μέσα στη συνολική ποιητική της πορεία.[2]

Οι σημασίες των λέξεων στην οργάνωση της ποιητικής φράσης συνολικά μας οδηγούν σε σταθερά συμβολικά νοήματα τα οποία και ως τρόπος γραφής χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις Ι-VΙΙ: τα σταθερά συμβολικά αυτά νοήματα είναι η «συλλογικότητα» και ο «χρόνος». Χάρη στην πολυσημία και τον συμβολισμό τους, η σύνθεση «Διαδρομές» αποκτά ομοιογένεια και οργανικότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο η ποιητική φράση οργανώνεται και παράγει νόημα:

Σα να ’ταν χθες

Δένδρα χυμώδη, λυγερά

Πόθο γιομάτα

Άνθιζαν κλαδιά

Άπλωναν ρίζες

Να ξεδιψάσουν στις αγκαλιές των ρυακιών

Και στων χειμάρρων την ορμή

Ηδονικά να ξαποστάσουν

 

Σα να ’ταν χθες

Άγουρα χρόνια

…. …….             (Ι, 1-10)

Τα αφηρημένα σήματα του κεντρικού συμβολισμού «χρόνος» (παρελθόν, παρόν, μέλλον) με τους συνδυασμούς των επιλεγμένων λέξεων στο κείμενο (με πλάγια γράμματα) γίνονται εμφανώς βιώματα στο παραπάνω απόσπασμα και επαναλαμβάνονται σε κάθε στροφή του ποιήματος (Ι), όπως γίνονται και με άλλα σχήματα στα επόμενα ποιήματα της σύνθεσης. Κατά τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο ποίημα, τα αφηρημένα σήματα του κεντρικού συμβολισμού «συλλογικότητα» (εμείς, υπήρξαμε, υπάρχουμε, είμαστε, θα είμαστε) αρχικά, μέσα από το σχήμα της παρομοίωσης, γίνονται βιώματα και αποδίδονται μεταφορικά με εικόνες της νιότης, της εφηβείας, της ενηλικίωσης και καταλήγουν σε εικόνες μιας ώριμης ηλικίας που προσεγγίζει με νόημα και από απόσταση «την άλλη χώρα», τη χώρα της αποδημίας και του θανάτου.

Το σύνολο ποίημα μεταδίδει στον αναγνώστη, σαν σε απολογισμό ζωής, τη διαδρομή μιας ανθρώπινης πορείας από τη νεότητα έως την ωριμότητα και ώς τα κράσπεδα της πρώτης βιωματικής επίγνωσης του επερχόμενου θανάτου. Στο πρώτο και στο τελευταίο ποίημα της σύνθεσης (Ι,VII), η «συλλογικότητα», η οποία λειτουργεί και ως πολύσημο προσωπείο της ποιήτριας, αποδίδεται πιο καλυμμένα, ενώ στα άλλα ποιήματα (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VΙ) γίνεται διάφανη και εμφανέστερη, εφόσον στην τυπική εκφορά του λόγου χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά το ρηματικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο στο κείμενο (πλάγια γράμματα) για τη λυρική έκφραση του ποιητικού υποκειμένου:

Βαδίζαμε ανεπιτήδευτα μέρες και μέρες

Με διαίσθηση χωρίς πυξίδα

Πυξίδα είχαμε το σώμα

Στραμμένο στην Ανατολή

Αλλά χαθήκαμε στο φως της μέρας

……..                              ( ΙΙ, 1-5)

Με όλα αυτά ως δεδομένα, ο αναγνώστης, καθώς διαβάζει τις «Διαδρομές, Ι-VΙΙ», δεν μπορεί παρά να νοηματοδοτήσει μέσα στην ποιητική φράση τους κεντρικούς συμβολισμούς της συλλογικότητας και του χρόνου, οι οποίοι πλέον λειτουργούν ως δύο πόλοι που έλκουν και έλκονται μέσα σε ένα πεδίο με ποικίλα νοήματα και με διάφορους ευφάνταστους ποιητικούς τρόπους. Οι δύο αυτοί συμβολισμοί, καλά κρυμμένοι μέσα στους συνδυασμούς των λέξεων της ποιητικής φράσης και επομένως κωδικοποιημένοι, συναρμόζουν την ποιητική έκφραση ενός στοχαστικού λυρισμού και την νοηματοδοτούν διαλεκτικά από φράση σε φράση, από στίχο σε στίχο, μέσα σε κάθε αυτοτελές ποίημα, σε όλη την ποιητική σύνθεση.[3]

Η κωδικοποίηση γίνεται μέσα από μια αέναη κυκλική κίνηση της λυρικής έκφρασης, η οποία καθορίζει «διαδρομές» της βιωμένης εμπειρίας του ποιητικού υποκειμένου μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Κάθε ποίημα, κάθε στροφή ή ακόμη και ένας στίχος, όπως λόγου χάριν ο πρώτος στίχος της δεύτερης σύνθεσης (Βαδίζαμε ανεπιτήδευτα μέρες και μέρες ή μέρες και μέρες οδεύσαμε σκυφτοί)  μπορεί να αποτελέσει μια τέτοια διαδρομή. Μια διαδρομή στον χρόνο (παρελθόν, παρόν, μέλλον) ή μια διαδρομή στον χώρο (φυσικός τόπος ή τοπίο, κοινωνικός χώρος, ψυχικός χώρος). Στα ποιήματα Ι-VI της σύνθεσης, διαβάζοντας ο αναγνώστης αποκομίζει την αίσθηση των βιωματικών διαδρομών μέσα από ποικίλα σχήματα λόγου ή μέσα από μεταφορικά σχήματα και συμβολικά νοήματα. Στο παρακάτω απόσπασμα, η ψυχική διαδρομή μας οδηγεί από έναν κόσμο σφριγηλό, νεανικό και δυναμικό, έναν κόσμο των οραμάτων και των μεγάλων συγκινήσεων σε μια στέγνα, μια απογοήτευση, σε μια ανυπαρξία:

Οι χαρές που ζήσαμε χάθηκαν

Πήραν μαζί τους ό,τι είχαμε αγαπήσει

Όνειρα στέρνες δίχως νερό

Αφού οι πηγές στέρεψαν

Και τα χείλη στεγνά

Πεφταστέρια οράματα

φύσημ’ αγέρα συγκινήσεις

Από χρόνους τ’ αφήσαμε πίσω

Πορευόμαστε δέντρα ξεριζωμένα

                                              (ΙΙΙ, 1-9)

Στο τελευταίο ποίημα (VII), η κωδικοποίηση των νοημάτων γίνεται περισσότερο εννοιακά και λιγότερο εικονοποιητικά. Οι λέξεις συνδυάζονται ασύνδετα ή παρατακτικά και σηματοδοτούν σχεδόν αποκλειστικά νοήματα, συνειρμούς και συμβολισμούς της έννοιας του χρόνου:

Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε

VII, 2 και 13

Ο αναγνώστης προσεγγίζει τον βιωμένο χρόνο άλλοτε μέσα από την αίσθηση ή την προοπτική μιας συλλογικότητας, ότι δηλαδή κι αυτός, όπως το ποιητικό υποκείμενο που μιλάει στο ποιητικό κείμενο, ανήκει σε μια ομάδα και αποτελεί μέρος ενός, μικρού ή μεγάλου, συνόλου ανθρώπων. Οπότε, διαβάζοντας το ποίημα αισθητοποιεί τη συλλογικότητα για την οποία γίνεται λόγος, είτε μεταφορικά, ως «δέντρα χυμώδη», ως «άγουρα χρόνια», ως «δέντρα ξεριζωμένα», είτε κυριολεκτικά, «βαδίσαμε», «ζήσαμε», «υποψιαστήκαμε», «θα γέψουμε», με ρήματα στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, στα ποιήματα ΙΙ-VΙ. Είτε, πάλι κυριολεκτικά, «ανθίζαν» σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, στο ποίημα Ι.  Και ακόμα, κυριολεκτικά, σε ονοματικές φράσεις και ελλειπτικές προτάσεις που απαρτίζουν και ολόκληρο στίχο «Το βουβό κλάμα, το χαμόγελο και η έκσταση»,  στο ποίημα VΙΙ. Άλλοτε πάλι, αντιστρόφως, ο αναγνώστης προσεγγίζει τη συλλογικότητα μέσα από τον βιωμένο χρόνο ως εμπειρία μνήμης («Σα να ’ταν χθες / δέντρα χυμώδη, λυγερά / πόθο γιομάτα / άνθιζαν κλαδιά / άπλωναν ρίζες», Ι, 1-5, είτε ως εμπειρία απώλειας «Οι χαρές που ζήσαμε χάθηκαν», ΙΙΙ,1.

Η λυρική έκφραση ακολουθώντας την εμπειρία του υπερρεαλισμού («όνειρα στέρνες δίχως νερό», ΙΙΙ, 3, «πεφταστέρια οράματα / φύσημα αγέρα συγκινήσεις», ΙΙΙ, 6-7,  «χέρια γερμένα ηλιοτρόπια / στήθη δάκρυα πετρωμένα», V, 4-5, και του συμβολισμού  («προδοσίες φυτρώσαν / ανθίσαν απώλειες», ΙΙΙ, 33-34, «τα χρόνια τα πέτρινα», ΙΙΙ, 23) δημιουργεί νοητές συνειρμικές εικόνες ενός κόσμου βιωμένων ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες υπήρξαν πραγματικά αλλά μέσα στον χρόνο άλλαξαν, αλλοτριώθηκαν, χάθηκαν, ή και θα ξαναϋπάρξουν νέες. Η διάσταση αυτή καθορίζει και τον βαθιά υπαρξιστικό χαρακτήρα του έργου αυτού της Δ. Κ. Χ.

Μια δεύτερη ανάγνωση αποκαλύπτει ότι η «συλλογικότητα» και ο «χρόνος» λειτουργούν ως προσωπεία της ποιήτριας για τη λυρική απεικόνιση βιωμάτων, εμπειριών και στοχασμών, γιατί κάθε διαδρομή μέσα στον χωροχρόνο προσδίδει και διαφορετικά χαρακτηριστικά στο ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μέσα από τους συμβολισμούς της συλλογικότητας ενεργεί ανάλογα, γι’ αυτό και ορίζεται κάθε φορά διαφορετικά, είτε ως μια γενιά ανθρώπων στον αιώνα είτε ως ένα σύνολο μαχητών-αγωνιστών σε μια εποχή είτε ως ένα φυλετικό σύνολο ξεριζωμένων προσφύγων, μεταναστών, ναυαγών. Αλλά και ως κοινωνική ομάδα περιπατητών, διανοητών και διανοουμένων, ή ακόμη ως ξεχωριστών ατόμων ονειροπόλων, ατόμων γεννητόρων ή και θεματοφυλάκων του πολιτισμού.

Η «συλλογικότητα» και ο «χρόνος» λειτουργούν και ως ποιητικά θέματα ή ως θεματικά μοτίβα του «έρωτα», του «αγώνα», του «βίου» και του «θανάτου», αλλά χωρίς την αποκλειστικότητα ή την καθαρότητα του θεματικού κέντρου, διότι συμπλέκονται και με άλλα θέματα. Το βέβαιο είναι ότι λειτουργούν ως θεματικά μοτίβα, εφόσον επαναλαμβάνονται μέσα στη σύνθεση πολλές φορές. Το γεγονός αυτό, ότι η έννοια του βιωμένου χρόνου (του χρόνου που γίνεται αισθητός μέσα από ατομικά ή συλλογικά βιώματα) θεματοποιείται μέσα στη σύνθεση «Διαδρομές» τεκμηριώνεται, εκτός από τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, και από την προμετωπίδα του βιβλίου που επιλέγει η συγγραφέας για το βιβλίο της, ένα απόσπασμα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα Ι του Τ. Σ. Έλιοτ, το οποίο  αποτελεί εξαγγελία ότι και το δικό της ποίημα θα λειτουργήσει συμβολικά και θεματικά  ομόλογα προς αυτό.

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ



[1]Martin Heidegger, Erlåuterungen zu Höiderlins Dichtung, V. Klostermann, Frankurt, 1963, σελ. 38. Jakobson, R. (1977) Huit questions de Poétique, Points / Editions du Seuil: Paris. Stéphane Mallarmé, Un coup de dés jamais n’abolira le hasard (Μια ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο), 1897.

[2] Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, Διαδρομές, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2015.

Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη,  Ο δρόμος,  Έκδοση Δήμου Σερρών, Αθήνα, 2006,

Συναισθηματικό Αλφαβητάρι, U. S. P., Θεσσαλονίκη, 2009. Λιγοστεύουν οι λέξεις, εκδόσεις Μελάνι, 2017.

 

[3] Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, «Διαδρομές»,  Διαδρομές, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2015, σελ 13-20.